-
1 επιμαρτυρια
-
2 επαγω
(impf. ἐπῆγον, fut. ἐπάξω, aor. 2 ἐπήγαγον; pass.: fut. ἐπαχθήσομαι, aor. ἐπήχθην)1) приводить(τινὰ δεῦρο Eur.; παῖδάς τινος Plut.)
2) приводить, возбуждать, подстрекать(τὸν Πέρσην Her.; τὸ πλῆθός τινι Arst. - ср. 10)
3) вести, предводительствовать(στρατιήν Her.; στρατόν Plut.)
ἐ. τὸ δεξιὸν κέρας Arph. — бросать в бой правый фланг4) (sc. κύνας) идти на охоту, охотиться Xen.ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν Hom. — когда они, охотясь, продвигались вперед
5) (sc. σρτατόν) продвигаться с войском(σιγῇ καὴ σχέδην Plut.)
6) привозить, доставлять(τοὺς λίθους Thuc.; τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Plat.; med. ἐκ θαλάττης Thuc.)
φεῦξίν τινος ἐπάξασθαι Soph. — найти средство спасения от чего-либо7) проводить(τὰ ἐκ τῶν διωρύχων νάματα Plat.; αὔλακα βαθεῖαν Plut.)
8) med. приводить (в виде цитаты), цитировать(μαρτύρια Xen.; ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
μάρτυρα ἐ. τινά Plat., Arst.; — приводить кого-л. в свидетели, ссылаться на чье-л, свидетельство9) наводить, навлекать, приносить(πῆμά τινι Hes.; γῆρας νόσους τε Plat.; κινδύνους τινί Isae.; ταραχὰς καὴ φόβους Plut.)
εὐδίᾳ ἐ. νέφος погов. Plut. — наводить облако на ясный день, т.е. омрачать (чью-л.) радость;αὐθαίρετον αὑτῷ ἐπάγεσθαι δουλείαν Dem. — добровольно отдавать себя в рабство;φθόνον ἐπαγόμενος Xen. — навлекши на себя зависть10) тж. med. убеждать, склонять, понуждать(τινά Hom., Eur., Thuc., τινὰ ἐπί τι Plat., Dem. и τινὰ ποιεῖν τι Eur., med. Thuc.)
ψῆφον ἐπαγαγεῖν τισι Thuc. — провести голосование среди кого-л.;οὔπω ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὴ φυγῆς Xen. — (среди судей) еще не было проведено голосование о его изгнании, т.е. приговор о его изгнании еще не был вынесен;ἐπάγεσθαί τινα ἐπ΄ ὠφελίᾳ Thuc. — призывать кого-л. на помощь;ἐπάγεσθαι τὸ πλῆθος Thuc. — привлекать на свою сторону народные массы (ср. 2);εἰς τέν πρὸς αὑτὸν εὔνοιαν ἐπάγεσθαί τινα Polyb. — снискивать чьё-л. благоволение11) (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить12) прилагать, применятьἐ. πληγήν τινι Plut. — наносить удары кому-л.;ἐ. κέντρον ἵπποις Eur. — подгонять стрекалом коней;ἐ. γνάθον Arph. — пускать в ход челюсти;ἐ. ζημίαν Luc. — налагать наказание;τέν διάνοιαν ἐ. τινί Plut. — размышлять о чем-л.;13) привносить, добавлять(πέντε πάρεξ τοῦ ἀριθμοῦ Her.)
θάττονα ῥυθμὸν ἐ. Xen. — ускорять темп;ἐ. τῷ λόγῳ ἔργον Plut. — присоединять к слову дело;αἱ ἐπαγόμεναι (sc. ἡμέραι) Diod. — дополнительные (вставные) дни14) лог. (умо)заключать по методу индукцииἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὸ καθόλου ἐ. Arst. — заключать от частностей к общему;
συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα Arst. — дедуктивно или индуктивно;πρὴν ἐπαχθῆναι Arst. — прежде, чем будет сделано умозаключение по индукции -
3 αποφαινω
1) показывать, предъявлять, представлять(τινὴ τι ἐς ὄψιν Her.; ἅπαντα εἰς τὸ κοινόν Xen.; διαθήκας Dem.; med. μαρτύρια Her.)
ἀ. ἑαυτόν τινα Plat. — выдавать себя за кого-л.;πολλὰ καὴ καλὰ ἀποφήνασθαι ἔργα Plat. — совершить много славных дел2) преимущ. med. объявлять, заявлять, сообщать, высказывать(γνῶμην περί τινος Her., (δόξαν) περί τινος Plat. и ἐπί τινος Arst.)
ὣς εἰπὼν ἀπέφηνε Batr. — он заявил следующее3) тж. med. доказывать(τι Thuc., Arph., Plat., Dem., Polyb.)
ἀποφῆναί τινα περιγεγενημένον τινί Isocr. — доказать чьё-л. превосходство над кем-л.4) доносить, изобличать(τινά Lys.)
5) делать (кого-л. кем-л.)6) производить на свет, рождать(τινα Her.; παῖδας ἐκ γυναικός Isae.)
7) назначать, провозглашать(τινὰ ἄρχοντα Plat.; med. τινα ταμίαν Pind.)
8) med. предлагать(πόλεσιν νόμους Plat.)
9) вносить в казну -
4 ικανος
эол. ἴκᾰνος 31) достаточный (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т.п.)(εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и κατά τι Polyb.)
πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. — суда в достаточном количестве;(ἄνδρες) ἱκανοὴ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. — люди, которых достаточно для охраны городских крепостей;οὐκ εἶχον ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) εὑρεῖν Xen. — (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения);ἥ χώρα ἱκανέ τρέφειν Plat. — страна, могущая достаточно прокормить;ἱ. γνώμην Her. — достаточно умный;ἱ. τέν ἰατρικήν Her. — достаточно сведущий в медицине;ἱ. ἐμπειρίᾳ καὴ ἡλικίᾳ Plat. — вполне опытный и зрелый;ἱ. τὸ εἶδος Plut. — довольно красивый;ἱκανέ μαρτυρία Plat. и ἱκανὸν τεκμήριον Arst. — достаточное (= надежное) свидетельство;ἑφ΄ ἱκανόν Polyb. — достаточно, довольно или немало;τὰ ἱκανά Isocr. — достаточные средства, необходимые условия;ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT. — он задавал ему много вопросов;λαβεῖν τὸ ἱκανὸν παρά τινος NT. — получив достаточные доказательства от кого-л.2) (при)годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентныйἱ. πολεμεῖν Xen. — способный воевать;
τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. — считать кого-л. способным исполнить (что-л.);ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. — способный убедить, убедительный, т.е. достоверный;ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. — я убедительно докажу;σῶμα ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. — тело выносливое к трудам;ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. — неплохой по сравнению с неученым;ἱ. ἀμφότερα Plat. — способный как на одно, так и на другое;ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. — умеющий исполнять приказания;πρὸς ταῦτα τίς ἱ. ; NT. — кто способен к этому?3) имеющий возможность, облеченный правом, могущественныйἱ. ζημιοῦν Xen. — имеющий право карать;
ἱ. Ἀπόλλων Soph. — Аполлон (достаточно) могуществен4) значительный, немалый(χρόνος Arph.; οὐσία Arst.; πλῆθος Polyb.; ἀργύρια NT.)
φῶς ἱκανόν NT. — яркий свет;ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT. — с давнего времени5) могущий совладать, достойный(τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.)
οὐχ εἰμὴ ἱ., ἵνα μου ὑπὸ τέν στέγην εἰσέλθῃς NT. — я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek