-
1 επιδινεω
1) ( о метательных снарядах) кружить, крутить, вертеть ( перед броском)(ῥῖψ΄ ἐπιδινήσας, sc. τρυφάλειαν Hom.)
ἐ. αὑτόν и med.-pass. — описывать круги ружиться (ἐπιδινοῦντες αὑτοὺς κηφῆνες Arst.; αἰετὼ επιδινηθέντε Hom.)2) med. обдумывать, обсуждать(ἐνὴ στήθεσσι τι Hom.)
См. также в других словарях:
επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] … Dictionary of Greek