-
1 γδοῦπος
γδοῦπος, [full] γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω)A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γδοῦπος
-
2 δουπέω
δουπέω ( δοῦπος), old form γδουπέω: ἐπὶ (adv.) δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, thundered, Il. 11.45 (cf. ἐρίγδουπος); often δούπησεν δὲ πεσών, fell with a thud, and without πεσών, δουπῆσαι, Il. 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδᾶο | ἐς τάφον, Il. 23.679. See δοῦπος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουπέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский