-
1 επιήρανε
-
2 ἐπιήρανε
-
3 ἐπι-ήρανος
ἐπι-ήρανος (vom Vorigen), angenehm, behaglich, ποδάνιπτρα ἐπιήρανα ϑυμῷ Od. 19, 243. Bei den Dichtern nach Hom. spielt das Wort in ἔρανος = κοίρανος hinüber, vgl. Buttm. Lexil. I S. 158; ὄφρα κεν εἰς Κόλχους Μινύαις ἐπιήρανος ἔλϑω, als Helfer den Minyern komme, Orph. Arg. 96, vgl. 826 u. Nonn. D. 2, 10 ἐπ. Αἰϑιοπήων, geradezu = Herrscher der Aethiopen, wie ὅλης ἐπ. ἄγρης von der Artemis, der Herrinn der Jagd, id., u. πότνι' Ἀϑηναίων ἐπιήρανε Τριτογένεια Marcell. (App. 50, 1); ἡ πάρος ἀντιπάλων ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων, gegen Pfeile schützend, sie abwehrend, Theo Al. 1 (IX, 41). Dah. καλῶν ἐπ. ἔργων, schöner Künste mächtig, Ion bei Ath. X, 447 f; vgl. Empedocl. 421. Auch νεύρων ἐπ., stärkend, Plat. com. bei Ath. I, 5 d.
-
4 ἐπιήρανος
ἐπιήρᾰνος, ον,II. after Hom., helping, assisting,Μινύαις ἐπιήρανος Orph.A.98
(prob.).2. ruling, governing, Ἀθηνάωνἐπιήρανε IG14.1389
ii1, cf.Nonn.D.2.683;σοφῶν ἐ. ἔργων Emp.129.3
; καλῶν ἐ. ἔργων, of Dionysus, Ion Eleg.1.15.3. warding off, re pelling,ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων ¯ AP9.41
([place name] Theon).4. νεύρων ἐπιή ρανος strengthening, giving tension, Pl.Com.173.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιήρανος
-
5 παίζω
παίζω (παῖς) aor. subj. 3 sg. παίξῃ Job 40:29, impv. 3 sg. and pl. παιξάτω,-τωσαν LXX (Hom.+; Kaibel 362, 5; BGU 1024 VII, 26; PGM 7, 428; LXX; TestAbr A 10 p. 87, 23 [Stone p. 22]; EpArist 284; Philo; Jos., Bell. 4, 157; Tat. 8, 1; Ath. 31, 1) to engage in some activity for the sake of amusement, play, amuse oneself (Ion of Chios [V B.C.], Eleg. 1, 15f [=Campbell 26] καλῶν ἐπιήρανε ἔργων | πίνειν καὶ παίζειν καὶ τὰ δίκαια φρονεῖν [in address to Dionysus] ‘O Ruler of all fine deeds, grant me a long age of drinking, fun, and giving thought to what is just’; 2, 7 Diehl3 [=Campbell 27] πίνωμεν, παίζομεν ‘let’s drink, let’s have fun’ [dancing is a part of the merry-making but is expressed w. a different verb: ὀρχείσθω τις ln. 8]; Appian, Syr. 26, 125 παίζοντας καὶ μεθύοντας) 1 Cor 10:7 (Ex 32:6). π. μετά τινος play with someone (Gen 21:9; 26:8) Hs 9, 11, 4f.—DELG s.v. παῖς. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐπιήρανε — ἐπιήρανος pleasing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… … Dictionary of Greek