-
1 επιχείρημα
-
2 ἐπιχείρημα
-
3 ἐπιχείρημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 9,4undertaking, attempt -
4 ἐπιχείρημα
A undertaking, attempt, esp. of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.;μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c
;πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt. 317a
.II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism ([etym.] φιλοσόφημα), Top. 162a16, etc.: so in Rhet., [Cic.]ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ -ημάτων, title of work by Minucianus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχείρημα
-
5 επιχείρημα
argumentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιχείρημα
-
6 επιχειρημάτων
-
7 ἐπιχειρημάτων
-
8 επιχειρήμασι
-
9 ἐπιχειρήμασι
-
10 επιχειρήμασιν
-
11 ἐπιχειρήμασιν
-
12 επιχειρήματα
-
13 ἐπιχειρήματα
-
14 επιχειρήματι
-
15 ἐπιχειρήματι
-
16 επιχειρήματος
-
17 ἐπιχειρήματος
-
18 πλαστός
A formed, moulded, esp. in clay or wax, ;τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph. 219a
;π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3
; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2.II metaph., fabricated, forged, counterfeit,ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68
; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba. 218 ;π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38
; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. - τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph. 216c ; opp. ἀληθῶς, Id.Lg. 642d ; opp. φύσει, ib. 777d ; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαστός
-
19 ποτέρως
A in which of two ways? π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἢ.. ἐπιμελόμενοι; ib.2.7.8, cf. 1.6.15, etc.; πότερόν ἐστιν αὐτῆς (sc. τῆς τραγῳδίας)τὸ ἐπιχείρημα.., χαρίζεσθαι.., ἢ καὶ διαμάχεσθαι; π. σοι δοκεῖ..; Pl.Grg. 502b
, cf. Cra. 435e; π. οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι.., εἰ ὁρῷεν.., ἢ εἰ καταδοξάσειαν ..; X.An.7.7.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτέρως
-
20 προκλητικός
A calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16;τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7
: c. gen.,π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13
(also in [comp] Comp., ibid.); provocative of, stimulating,οὔρων Dsc.1.115.4
, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκλητικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek