-
101 ἐπιδραμοῦσαν
-
102 επιδραμούσι
-
103 ἐπιδραμοῦσι
-
104 επιδραμούμεθα
-
105 ἐπιδραμούμεθα
-
106 επιδραμούμενος
-
107 ἐπιδραμούμενος
-
108 επιδραμούσης
-
109 ἐπιδραμούσης
-
110 επιδραμέεσθαι
-
111 ἐπιδραμέεσθαι
-
112 επιδραμέτην
-
113 ἐπιδραμέτην
-
114 επιδραμόντας
-
115 ἐπιδραμόντας
-
116 επιδραμόντες
-
117 ἐπιδραμόντες
-
118 επιδραμόντι
-
119 ἐπιδραμόντι
-
120 επιδραμόντος
См. также в других словарях:
ἐπιτρέχω — run upon pres subj act 1st sg ἐπιτρέχω run upon pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… … Dictionary of Greek
ἐπιτρέχῃ — ἐπιτρέχω run upon pres subj mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon pres ind mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεδραμηκότα — ἐπιτρέχω run upon perf part act neut nom/voc/acc pl ἐπιτρέχω run upon perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεδράμηκε — ἐπιτρέχω run upon perf imperat act 2nd sg ἐπιτρέχω run upon perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδραμουμένων — ἐπιτρέχω run upon fut part mid fem gen pl (attic epic doric) ἐπιτρέχω run upon fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδραμούμενον — ἐπιτρέχω run upon fut part mid masc acc sg (attic epic doric) ἐπιτρέχω run upon fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδραμόν — ἐπιτρέχω run upon aor part act masc voc sg ἐπιτρέχω run upon aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδραμόντα — ἐπιτρέχω run upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπιτρέχω run upon aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδραμόντων — ἐπιτρέχω run upon aor part act masc/neut gen pl ἐπιτρέχω run upon aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδράμῃ — ἐπιτρέχω run upon aor subj mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)