-
1 ἐπι-τομή
ἐπι-τομή, ἡ, das Einschneiden, verwunden obenauf, τῆς κεφαλῆς Aesch. 3, 51. Vgl. ἐπιτέμνω. – Das Abkürzen eines Buches, der Auszug, Gramm.; ἐν ἐπιτομῇ, Cic. Att. 5, 20, wie Plut. plac. phil. 3 u. A.; komisch heißt Rom ἐπιτομὴ τῆς οἰκουμένης, Ath. I, 20 b.
См. также в других словарях:
επιτομή — η (AM ἐπιτομή) [επιτέμνω] νεοελλ. σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος μσν. «ἐπιτομή νόμων» ιδιωτική συλλογή διατάξεων τού βυζαντινού δικαίου αρχ. 1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς… … Dictionary of Greek
Μαρκιανός ο Ηρακλεώτης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.). Γεωγράφος από την Ηράκλεια του Πόντου. Έγραψε αξιόλογα συγγράμματα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Η επιτομή των ένδεκα της γεωγραφίας Αρτεμιδώρου του Εφεσίου, εν βιβλίοις ια, Περίπλους της Έξω θαλάσσης, εν… … Dictionary of Greek