-
21 επιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπιτηδείᾱͅ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat sg (attic doric aeolic) -
22 επιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
23 ἐπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
24 ταπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
25 τἀπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
26 επιτηδεος
ион. = ἐπιτήδειος См. επιτηδειος -
27 'πιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
28 επιτηδειοτάτας
ἐπιτηδειοτάτᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc superl plἐπιτηδειοτάτᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen superl sg (doric aeolic) -
29 ἐπιτηδειοτάτας
ἐπιτηδειοτάτᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc superl plἐπιτηδειοτάτᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen superl sg (doric aeolic) -
30 επιτηδειοτάτη
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
31 επιτηδειοτάτων
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen superl plἐπιτήδειοςmade for an end: masc /neut gen superl pl -
32 ἐπιτηδειοτάτων
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen superl plἐπιτήδειοςmade for an end: masc /neut gen superl pl -
33 επιτηδειοτέρα
ἐπιτηδειοτέρᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc comp dualἐπιτηδειοτέρᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
34 ἐπιτηδειοτέρα
ἐπιτηδειοτέρᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc comp dualἐπιτηδειοτέρᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
35 επιτηδειοτέραις
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat comp plἐπιτηδειοτέρᾱͅς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat comp pl (attic) -
36 ἐπιτηδειοτέραις
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat comp plἐπιτηδειοτέρᾱͅς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat comp pl (attic) -
37 επιτηδειοτέρας
ἐπιτηδειοτέρᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc comp plἐπιτηδειοτέρᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
38 ἐπιτηδειοτέρας
ἐπιτηδειοτέρᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc comp plἐπιτηδειοτέρᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
39 επιτηδειοτέρων
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen comp plἐπιτήδειοςmade for an end: masc /neut gen comp pl -
40 ἐπιτηδειοτέρων
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen comp plἐπιτήδειοςmade for an end: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
ἐπιτήδειος — made for an end masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο επίρρ. α 1. ο κατάλληλος για ορισμένο σκοπό, αρμόδιος, πρόσφορος: Έδαφος επιτήδειο για άσκηση άμυνας λόχου. 2. (για ανθρώπους), που έχει την ικανότητα και την πείρα να κάνει κάτι, επιδέξιος, καπάτσος: Επιτήδειος πρεσβευτής. 3. ο ικανός να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτηδειότερον — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτάτων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen superl pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέραις — ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl ἐπιτηδειοτέρᾱͅς , ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέρων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen comp pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέρως — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότατα — ἐπιτήδειος made for an end adverbial superl ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότατον — ἐπιτήδειος made for an end masc acc superl sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)