Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπιστᾰμένως

  • 1 επισταμενως

        искусно, умело, ловко
        

    (εὖ καὴ ἐ. Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > επισταμενως

  • 2 επισταμένως

    επίρρ. внимательно, тщательно, обстоятельно, детально;

    εξετάζω επισταμένως τον ασθενή — внимательно осматривать больного

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επισταμένως

  • 3 ευ

        I.
        εὑ
         или εὗ эп.-ион. (энкл.) = αὐτοῦ См. αυτου и οὗ
        II.
        εὖ
        I
        эп. перед двумя согласн. ἐΰ adv.
        1) хорошо
        

    εὖ καὴ ἐπισταμένως Hom. — с большим искусством;

        ἅρματα εὖ πεπυκασμένα Hom. — тщательно закрытые колесницы;
        νόμοι ἔχοντες εὖ Her. — хорошо составленные законы;
        εὖ κατὰ κόσμον Hom. — в полном порядке;
        ἄλλα τε πολλά, οἷσιν εὖ ζώουσι Hom. — и многое другое, благодаря чему (люди) хорошо живут;
        εὖ ἐλθέμεν Hom. — благополучно возвратиться;
        εὖ εἰπεῖν τινα Hom.хорошо отзываться о ком-л., хвалить кого-л.;
        εὖ ἔρδειν τινά Hom.делать добро кому-л.;
        εὖ οἶδα или ἔγνωκα Thuc., Xen., Plat. etc. — я отлично знаю;
        вводн. εὖ οἶδ΄ ὅτι … Arph. — я уверен, несомненно, что …;
        εὖ μήδεο Hom. — рассуди как следует, здравое εὖ γεγονώς Her. благородного происхождения, родовитый, знатный;
        τὸ εὖ ἔχειν τέν ψυχήν Arst. — душевное благородство;
        ( в ответах) εὖ κἀνδρείως (= καὴ ἀνδρείως) Plat., Arph., εὖ (τε) καὴ καλῶς Her., Plat. etc. — очень хорошо, превосходно, отлично

        2) полностью, вполне
        

    εὖ (μάλα) πάντες Hom. — решительно все, все без исключения;

        εὖ (καὴ) μάλα Plat., Arst., Theocr. и μάλ΄ εὖ Arph., Plat. — целиком, совершенно, крайне, весьма;
        εὖ μάλα πρεσβύτης Plat. — очень старый, глубокий старик;
        κάρτα εὖ Her., πάνυ εὖ Plat., εὖ πάνυ Arph. — совершенно, полностью;
        εὖ σαφῶς Aesch., Arph.; — совершенно очевидно

        3) охот. давай! или пиль!
        

    (εὖ! κύνες! Xen.)

        II
        τό indecl.
        1) добро, благо
        2) правое дело
        τὸ δ΄ εὖ νικάτω! Aesch.правое дело да победит!

    Древнегреческо-русский словарь > ευ

См. также в других словарях:

  • επισταμένως — (AM ἐπισταμένως) επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως») αρχ. μσν. με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος τού επίσταμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισταμένως — ἐφίστημι set pres part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐφίστημι set aor part mid masc acc pl (doric) ἐπίσταμαι know pres part mp masc acc pl (doric) ἐπιστᾱμένως , ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part mid masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • καλοξετάζω — εξετάζω κάτι με προσοχή, ερευνώ επισταμένως …   Dictionary of Greek

  • καλοσυλλογίζομαι — σκέπτομαι κάτι σοβαρά, συλλογίζομαι με σύνεση, μελετώ επισταμένως …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταρωτώ — άω εξετάζω επισταμένως, ρωτώ επανειλημμένως …   Dictionary of Greek

  • περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] …   Dictionary of Greek

  • περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • συνεξερευνώ — άω, Α εξετάζω κάτι επισταμένως μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξερευνῶ «εξετάζω λεπτομερώς»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»