-
1 υποχειριος
2 и 31) имеющийся под рукой, наличный(χρυσός Hom.)
2) подвластный, подчиненный(τινι Her., Aesch., Xen.)
ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ χωρίον Xen. — подчинить местность кому-л.;ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. — обладать знаниями
См. также в других словарях:
ἐπιστήμας — ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem acc pl ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
κιθαριστικός — κιθαριστικός, ή, όν (Α) [κιθαρίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο τής κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική η τέχνη να παίζει κάποιος… … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek
υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… … Dictionary of Greek
Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα … Dictionary of Greek