-
1 ἐπιῤ-ῥαντίζω
ἐπιῤ-ῥαντίζω, = ἐπιῤ-ῥαίνω, LXX.
-
2 ἐπιῤ-ῥοφέω
ἐπιῤ-ῥοφέω, noch dazu einschlürfen, nachtrinken, Arist. probl. 27, 3 u. a. Sp.; τοῦ ὕδατος Plut. Phoc. 9; vgl. Schol. Ar. Pax 300 u. Vesp. 525, ἀγαϑοῦ δαίμονος ἐπιῤ. aus Theop. com.
-
3 ἐπιῤ-ῥῑγέω
ἐπιῤ-ῥῑγέω, wie ἐπιῤ-ῥῑγόω, wiederholt Fieberschauer haben, Hippocr.
-
4 ἐπιῤ-ῥυπαίνω
ἐπιῤ-ῥυπαίνω, auf der Oberfläche schmutzig machen, Plut. de vit. aer. al. 2, vom Rost.
-
5 ἐπιῤ-ῥυγχίς
ἐπιῤ-ῥυγχίς, ίδος, ἡ, der Haken vorn am Schnabel der Raubvögel, Suid.
-
6 ἐπιῤ-ῥυθμίζω
ἐπιῤ-ῥυθμίζω, von Neuem in bessere Rhythmen bringen, ποιήματα Plat. Legg. VII, 802 b.
-
7 ἐπιῤ-ῥωγο-λογέομαι
ἐπιῤ-ῥωγο-λογέομαι, Nachlese halten, τοὺς ἀμπελῶνας, Ios.
-
8 ἐπιῤ-ῥόφημα
ἐπιῤ-ῥόφημα, τό, dasselbe, Medic.
-
9 ἐπιῤ-ῥύσμιος
ἐπιῤ-ῥύσμιος, hinzufließend; bei Democrit. ist Sext. Emp. adv. log. 1, 137 (Bekk. ἐπιρυσμίη) ἐπιῤῥυσμίη δόξις eine im Volke herrschende Meinung, die mit der Luft gleichsam epidemisch auf Jeden einfließt.
-
10 ἐπιῤ-ῥύζω
ἐπιῤ-ῥύζω, (den Hund) auf Einen hetzen, ἐπί τινος, ἐπιῤῥύξας, Ar. Vesp. 705; Hesych. ἐπαφιέναι καὶ παρορμᾶν.
-
11 ἐπιῤ-ῥύομαι
ἐπιῤ-ῥύομαι (s. ῥύω), erretten, beschützen, τί, Aesch. Spt. 149.
-
12 ἐπιῤ-ῥαπισμός
ἐπιῤ-ῥαπισμός, ὁ, der Tadel, das Schelten, Pol. 2, 64, 4.
-
13 ἐπιῤ-ῥαπίζω
ἐπιῤ-ῥαπίζω, mit der Ruthe schlagen, peitschen, übh. schlagen, τινὰ κατὰ κόῤῥης Aristaen. 1, 4; – übtr., mit Worten strafen, schelten, tadeln, Ath. IV, 168 f u. öfter. – Bei D. Hal. 1, 54 ἀλώπεκα τὴν οὐρὰν διάβροχον ἐκ τοῦ ποταμοῦ φέρουσαν ἐπιῤῥαπίζειν τὁ καιόμενον πῦρ, hineinschlagen u. das Feuer dadurch ersticken.
-
14 ἐπιῤ-ῥαψ-ῳδέω
ἐπιῤ-ῥαψ-ῳδέω, dabei absingen, Luc. Necyom. 4.
-
15 ἐπιῤ-ῥιπτέω
ἐπιῤ-ῥιπτέω, praes. u. impf., = Folgdm, Xen. An. 5, 2, 23.
-
16 ἐπιῤ-ῥεπής
ἐπιῤ-ῥεπής, ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII, 607 b; ἐπιῤῥεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576 f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιῤῥεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνϑρωπον Hdn. 6, 9, 7; ἐπιῤῥεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5, 8, 2; ἐλπὶς ἐπιῤῥεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1, 55, 1. – Adv., ἐπιῤῥεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3, 22, 1, wie ἐπιῤῥεπέστερον, Sext. Emp. adv. gr. 280.
-
17 ἐπιῤ-ῥευματίζομαι
ἐπιῤ-ῥευματίζομαι, wieder am Rheumatismus leiden, Medic.
-
18 ἐπιῤ-ῥεμβής
ἐπιῤ-ῥεμβής, ές, nachlässig. – Adv. - ῥεμβῶς καὶ ἀργῶς διαζῆν Stob. ecl. phys. 2 p. 1092.
-
19 ἐπιῤ-ῥακτός
ἐπιῤ-ῥακτός, mit Gewalt darauf geschmettert, eindringend, Sp., wie Plut. Sympos. 7, 1; ϑύρα ἐπιῤῥακτή, Fallthür, ad princ. inerud. 4.
-
20 ἐπιῤ-ῥαίνω
ἐπιῤ-ῥαίνω, darüber sprengen, ϑαλλῷ ὕδωρ Theocr. 24, 96; τὸν ϑορὸν ἐπὶ τὰ ᾠά Arist. H. A. 6, 13, öfter; Sp. auch von trocknen Dingen, darüber streuen, Δήμητρος καρποὺς ταῖς κεφαλαῖς D. Hal. 7, 72.
См. также в других словарях:
λακωνιστί — επίρ. [λακωνίζω] με τον τρόπο τών Λακώνων, με λίγα και εύστοχα λόγια, σύντομα, λακωνικά … Dictionary of Greek
μονοκούκ(κ)ι — επίρ. φρ. «ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι» δίνω ψήφω προτίμησης σε ένα μόνο άτομο από ολόκληρο συνδυασμό ή ψηφίζω όλους τους υποψηφίους ενός συνδυασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κουκ(κ)ί] … Dictionary of Greek
τσιτσίδι — επιρ. τροπ., χωρίς κανένα ρούχο: Έγδυσε το παιδί τσιτσίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
наречие — калька лат. adverbium, которое создано по образцу греч. ἐπίρ᾽ῥημα; см. Томсен, Gesch. 19 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Ολυμπίασι — ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α) επίρ. στην Ολυμπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)] … Dictionary of Greek
ανίσως — (I) (Μ ἀνίσως) σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.) 2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι… … Dictionary of Greek
διαστί — επίρ. (Α) με τη γλώσσα τού Δία … Dictionary of Greek
ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… … Dictionary of Greek
επιρράπιξις — ἐπιρράπιξις, και ιων. τ. ἐπιρ(ρ)άπιξις, ἡ (γεν. ιος) (Α) επιρραπισμός … Dictionary of Greek
επομένως — (AM ἑπομένως) επίρ. βλ. έπομαι … Dictionary of Greek
θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek