-
1 επιπλεω
ион. ἐπιπλώω (fut. ἐπιπλεύσομαι, эп. 2 л. sing. aor. 2 ἐπέπλως, part. aor. ἐπιπλώς и ἐπιπλώσας)1) (по чему-л., на чем-л., вдоль чего-л. или по направлению к чему-л.) плытьἐ. πόντον или ἁλμυρὸν ὕδωρ Hom. — плыть по морю;
ἐ. νήσῳ τινι Thuc., Plut.; — отплыть на какой-л. остров;ἐ. ἐπὴ τῶν νεῶν Her. — плыть на кораблях2) (тж. νηυσὴ ἐ. Her.) совершать морской поход, нападать с моря(τινι Her., Plut.; ἐπί τινα Xen.; μεγάλῳ στόλῳ Plut.)
3) (вслед за чем-л.) отплывать(ἐπὴ παντὴ τῷ στόλῳ Polyb.)
4) (по чему-л.) плавать, держаться на поверхности(ἐπὴ τοῦ ὕδατος Her., Arst. или ἐπὴ τῷ ὕδατι Arst.; ἐπὴ τῆς θαλάττης Arst.)
См. также в других словарях:
ἐπιπλώσας — ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλέω sail upon aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… … Dictionary of Greek