-
1 επινευω
1) наклоняться, склоняться(εἰκὼν ἐπινευομένη Sext.)
πέτραι ἐπινενευκυῖαι Luc. — нависшие скалы2) качать, раскачивать(κόρυθι φαεινῇ Hom.; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr.)
3) кивать (в знак согласия или одобрения)(κάρητι Hom., HH.; κεφαλῇ Plut.)
4) шевелить, давать знак(ὀφρύσι Hom. - in tmesi; γλεφάροις Pind. - in tmesi)
5) одобрять, подтверждать(σιγῇ τὰ ψευδῆ Dem.)
ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι Aesch. — подтвердив, что (это) верно6) соглашаться, разрешать(τι Eur. и ὑπέρ τινος Polyb.)
ἐπινεῦσαι εἴς τινα Arph. — согласиться с кем-л.7) (кивком или знаком) давать указание, приказывать
См. также в других словарях:
επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… … Dictionary of Greek