-
1 αξιαπηγητος
2достойный быть рассказанным(τὰ ἀξιαπηγητοτατά ἐστι, τούτων ἐπιμνήσομαι Her.)
-
2 επιμιμνησκομαι
См. также в других словарях:
ἐπιμνήσομαι — ἐπιμιμνήσκομαι bethink oneself of aor subj mid 1st sg (epic) ἐπιμιμνήσκομαι bethink oneself of fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμιμνήσκομαι — ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [μιμνᾑσκομαι] φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.) 2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως 3. υπενθυμίζω … Dictionary of Greek