-
1 ἐπιμεῖναι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιμεῖναι
См. также в других словарях:
ἐπιμείναι — ἐπιμείναῑ , ἐπιμένω stay on aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεῖναι — ἐπιμένω stay on aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιμεῖναι — ἐπιμεῖναι , ἐπιμένω stay on aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek