-
1 επιμερισμός
-
2 ἐπιμερισμός
-
3 επιμερισμός
ο разделение, раздел; распределение; делёж (разг) -
4 ἐπιμερισμός
ἐπιμερ-ισμός, ὁ,A distribution, Hsch.s.v. ἐπινέμησις; esp. in Gramm.,προσώπων A.D. Synt.96.1
; ἐθνικῶν ib.192.10: abs., division of a sentence into words ([etym.] μέρη λόγου), parsing, ib.340.17.b. Astrol., assignment, Vett. Val. 97.9, Critodem.in Cat.Cod.Astr.8(3).102.4.2. ἐ. τῶν ἀπόρων allocation of irrecoverable contributions to wealthier taxpayers, PFay.53.5 (ii A.D.), cf. PAmh.2.96.8 (pl., iii A.D.), etc.3. as title of gramm. works: ἐπιμερισμοὶ τῆς Α Ἰλιάδος parsings of words in Il.1, An.Par. 3.294; ἐ. Ὁμήρου κατὰ ἀλφάβητον parsings arranged alphabetically, An.Ox.1.1; but ἐ. κατὰ ἀλφ. τοῦ Ἡρωδιανοῦ alphabetical arrangements of (not `by') Herodian, title of a spelling-list, Hdn.Epim.1, 157; later still ἐ. τῶν ἐννέα μέτρων analysis, digest, Trichas in Heph. p.365C.; the nature of the lost Ἐπιμερισμοί of Hdn. (EM779.27, Sch. Il.4.66) is conjectural.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμερισμός
-
5 ἐπιμερισμός
ἐπι-μερισμός, ὁ, das teilweise Hinzusetzen, Aufzählen -
6 epimerismos
epimerismos, ī, m. (επιμερισμός), rhet. t. t., die Aufzählung der Hauptbeweise in einer Rede, Mart. Cap. 5. § 564.
-
7 επιμερισμοίς
-
8 ἐπιμερισμοῖς
-
9 επιμερισμού
-
10 ἐπιμερισμοῦ
-
11 επιμερισμοί
-
12 ἐπιμερισμοί
-
13 επιμερισμούς
-
14 ἐπιμερισμούς
-
15 επιμερισμώ
-
16 ἐπιμερισμῷ
-
17 επιμερισμών
-
18 ἐπιμερισμῶν
-
19 επιμερισμόν
-
20 ἐπιμερισμόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιμερισμός — distribution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμερισμός — ο (AM ἐπιμερισμός) [επιμερίζω] μερισμός, μοίρασμα αρχ. 1. τεχνολογία, γραμματική αναγνώριση λέξεων 2. αρίθμηση συλλαβών που έχουν την ίδια προφορά αλλά γράφονται με διαφορετικά φωνήεντα … Dictionary of Greek
επιμερισμός — ο διαίρεση, διανομή, μοίρασμα, ξεχώρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμερισμοῖς — ἐπιμερισμός distribution masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμοί — ἐπιμερισμός distribution masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμοῦ — ἐπιμερισμός distribution masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμούς — ἐπιμερισμός distribution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμῶν — ἐπιμερισμός distribution masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμῷ — ἐπιμερισμός distribution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμόν — ἐπιμερισμός distribution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek