Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιμερισμός

См. также в других словарях:

  • ἐπιμερισμός — distribution masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμερισμός — ο (AM ἐπιμερισμός) [επιμερίζω] μερισμός, μοίρασμα αρχ. 1. τεχνολογία, γραμματική αναγνώριση λέξεων 2. αρίθμηση συλλαβών που έχουν την ίδια προφορά αλλά γράφονται με διαφορετικά φωνήεντα …   Dictionary of Greek

  • επιμερισμός — ο διαίρεση, διανομή, μοίρασμα, ξεχώρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμερισμοῖς — ἐπιμερισμός distribution masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμοί — ἐπιμερισμός distribution masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμοῦ — ἐπιμερισμός distribution masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμούς — ἐπιμερισμός distribution masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμῶν — ἐπιμερισμός distribution masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμῷ — ἐπιμερισμός distribution masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμερισμόν — ἐπιμερισμός distribution masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»