-
1 επιληψία
ἐπιληψίᾱ, ἐπιληψίαstoppage: fem nom /voc /acc dualἐπιληψίᾱ, ἐπιληψίαstoppage: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπιληψίᾱͅ, ἐπιληψίαstoppage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπιληψία
Βλ. λ. επιληψία -
3 ἐπιληψίᾳ
Βλ. λ. επιληψία -
4 ἐπιληψία
ἐπι-ληψία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιληψία
-
5 επιληψία
epilepsyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιληψία
-
6 επιληψίας
ἐπιληψίᾱς, ἐπιληψίαstoppage: fem acc plἐπιληψίᾱς, ἐπιληψίαstoppage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐπιληψίας
ἐπιληψίᾱς, ἐπιληψίαstoppage: fem acc plἐπιληψίᾱς, ἐπιληψίαstoppage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 επιληψίαι
-
9 ἐπιληψίαι
-
10 επιληψίαν
-
11 ἐπιληψίαν
-
12 επιληψίη
ἐπιληψίαstoppage: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἐπιληψίαstoppage: fem dat sg (epic ionic) -
13 επιληψιών
-
14 ἐπιληψιῶν
-
15 επιληψίαις
-
16 ἐπιληψίαις
-
17 επιληψίην
-
18 ἐπιληψίην
-
19 επιληψίης
-
20 ἐπιληψίης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιληψία — ἐπιληψίᾱ , ἐπιληψία stoppage fem nom/voc/acc dual ἐπιληψίᾱ , ἐπιληψία stoppage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίᾳ — ἐπιληψίᾱͅ , ἐπιληψία stoppage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
επιληψία — η (ιατρ.), χρόνια πάθηση του νευρικού συστήματος, που προσβάλλει περιοδικά τον ασθενή (επιληπτικό) και συνοδεύεται από απώλεια της συνείδησης και σπασμούς, ο σεληνιασμός, το γλυκύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιληψίας — ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία stoppage fem acc pl ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία stoppage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαι — ἐπιληψίᾱͅ , ἐπιληψία stoppage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαν — ἐπιληψίᾱν , ἐπιληψία stoppage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψιῶν — ἐπιληψία stoppage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαις — ἐπιληψία stoppage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίη — ἐπιληψία stoppage fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίην — ἐπιληψία stoppage fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)