-
1 ἐπικόπανον
ἐπι-κόπανον, τό, der Hackeblock zum Zerlegen des Fleisches -
2 ἐπι-κόρμιον
ἐπι-κόρμιον, τό, = ἐπικόπανον, VLL.
-
3 ἐπί-κοπος
См. также в других словарях:
ἐπικόπανον — chopping block neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίξηνον — ἐπίξηνον, τὸ (Α) 1. ξύλο πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας, επικόπανον* 2. το ξύλο που πάνω του ο δήμιος αποκεφάλιζε τους κατάδικους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λέξη τής οποίας το α’ συνθετικό είναι η πρόθεση επί, ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται… … Dictionary of Greek
επικόπανο — το (Α ἐπικόπανον) [κόπανον] σκληρό και χοντρό ξύλο που πάνω του οι κρεοπώλες και οι μάγειροι κόβουν, λειανίζουν το κρέας … Dictionary of Greek
μαλκήν — μαλκῆν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπικόπανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μαλκόν] … Dictionary of Greek
μαλκόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν μαλακόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. τού μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος τού δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει] … Dictionary of Greek
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek