-
1 ἐπι-κτάομαι
ἐπι-κτάομαι, sich dazu erwerben; σύμμαχον, φίλους, Aesch. Eum. 641. 861; ξυμμάρτυρας ὔμμ' ἐπικτῶμαι Soph. Ant. 839, ich nehme euch zu Zeugen; πατρίοισι χρεώμενοι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτέωνται Her. 2, 79; ἢ παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω Plat. Rep. I, 330 a; τριήρεις κέκτησϑε πολλάς, καὶ πάτριον ἡμῖν ἐστι ναυτικὸν ἐπικτᾶσϑαι Xen. Hell. 7, 1, 3.
См. также в других словарях:
ἐπικτᾶσθαι — ἐπικτάομαι gain pres inf mp ἐπικτάομαι gain pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικτώμαι — ἐπικτῶμαι, άομαι (Α) 1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῑν ἐστιν ἐπικτᾱσθαι», Ξεν.) 2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» επεκτείνω την κυριαρχία μου … Dictionary of Greek