-
81 επικρεμώντες
-
82 ἐπικρεμῶντες
-
83 επικρεμάννυσιν
-
84 ἐπικρεμάννυσιν
-
85 επικρεμάσαντες
-
86 ἐπικρεμάσαντες
-
87 επικρεμάσαντος
-
88 ἐπικρεμάσαντος
-
89 επικρεμάσασα
ἐπικρεμάσᾱσα, ἐπικρεμάννυμιhang over: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
90 ἐπικρεμάσασα
ἐπικρεμάσᾱσα, ἐπικρεμάννυμιhang over: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
91 επικρεμάσθωσαν
-
92 ἐπικρεμάσθωσαν
-
93 επικρέμανται
-
94 ἐπικρέμανται
-
95 επικρέμασθαι
-
96 ἐπικρέμασθαι
-
97 επικρέμαται
-
98 ἐπικρέμαται
-
99 επικρέμηται
-
100 ἐπικρέμηται
См. также в других словарях:
επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἐπικρεμαμένων — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem gen pl ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen pl ἐπικρεμᾱμένων , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid fem gen pl (attic epic doric aeolic) ἐπικρεμᾱμένων , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμενον — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc acc sg ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπικρεμά̱μενον , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἐπικρεμά̱μενον , ἐπικρεμάννυμι hang over fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάσῃ — ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj mid 2nd sg ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj act 3rd sg ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαμένου — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen sg ἐπικρεμᾱμένου , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαμένους — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc acc pl ἐπικρεμᾱμένους , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc acc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαννυμένων — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem gen pl ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμασθέντα — ἐπικρεμάννυμι hang over aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικρεμάννυμι hang over aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμᾷ — ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg (attic epic) ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμενα — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp neut nom/voc/acc pl ἐπικρεμά̱μενα , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμεναι — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem nom/voc pl ἐπικρεμά̱μεναι , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid fem nom/voc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)