-
1 επιεικεύεσθαι
-
2 ἐπιεικεύεσθαι
См. также в других словарях:
ἐπιεικεύεσθαι — ἐπιεικεύομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιεικεύεσθαι
2 ἐπιεικεύεσθαι
ἐπιεικεύεσθαι — ἐπιεικεύομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)