-
1 ἐπιδοιάζω
A entertain doubts over, turn over and over, πολέας ἐπεδοίασαβουλάς A.R.3.21
; cf. δοιάζω, ἐνδοιάζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδοιάζω
-
2 ἐπιδοιάζω
ἐπι-δοιάζω, zweifelnd hin u. her bedenken
См. также в других словарях:
επιδοιάζω — ἐπιδοιάζω (Α) έχω αμφιβολίες, διστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δοιάζω (< δοιάς «διττότητα» < δύο) «αμφιταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek