-
1 επιδεκτικός
-
2 ἐπιδεκτικός
-
3 ἐπιδεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεκτικός
-
4 επιδεκτικά
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: neut nom /voc /acc plἐπιδεκτικά̱, ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem nom /voc /acc dualἐπιδεκτικά̱, ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἐπιδεκτικά
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: neut nom /voc /acc plἐπιδεκτικά̱, ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem nom /voc /acc dualἐπιδεκτικά̱, ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 επιδεκτικών
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem gen plἐπιδεκτικόςcapable of containing: masc /neut gen pl -
7 ἐπιδεκτικῶν
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: fem gen plἐπιδεκτικόςcapable of containing: masc /neut gen pl -
8 επιδεκτικόν
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: masc acc sgἐπιδεκτικόςcapable of containing: neut nom /voc /acc sg -
9 ἐπιδεκτικόν
ἐπιδεκτικόςcapable of containing: masc acc sgἐπιδεκτικόςcapable of containing: neut nom /voc /acc sg -
10 επιδεκτικής
-
11 ἐπιδεκτικῆς
-
12 επιδεκτικαί
-
13 ἐπιδεκτικαί
-
14 επιδεκτικού
-
15 ἐπιδεκτικοῦ
-
16 επιδεκτικοί
-
17 ἐπιδεκτικοί
-
18 επιδεκτικούς
-
19 ἐπιδεκτικούς
-
20 επιδεκτικώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιδεκτικός — capable of containing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… … Dictionary of Greek
επιδεκτικός — ή, ό που επιδέχεται κάτι, που έχει την πνευματική ιδίως ικανότητα να δέχεται κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδεκτικά — ἐπιδεκτικός capable of containing neut nom/voc/acc pl ἐπιδεκτικά̱ , ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc/acc dual ἐπιδεκτικά̱ , ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικῶν — ἐπιδεκτικός capable of containing fem gen pl ἐπιδεκτικός capable of containing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικόν — ἐπιδεκτικός capable of containing masc acc sg ἐπιδεκτικός capable of containing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικαί — ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικοί — ἐπιδεκτικός capable of containing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικοῦ — ἐπιδεκτικός capable of containing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικούς — ἐπιδεκτικός capable of containing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικῆς — ἐπιδεκτικός capable of containing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)