-
1 επιγαμίας
ἐπιγαμίᾱς, ἐπιγαμίαadditional marriage: fem acc plἐπιγαμίᾱς, ἐπιγαμίαadditional marriage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπιγαμίας
ἐπιγαμίᾱς, ἐπιγαμίαadditional marriage: fem acc plἐπιγαμίᾱς, ἐπιγαμίαadditional marriage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ἐπιγαμία
ἐπιγᾰμ-ία, ἡ,2. connexion by marriage, J.AJ17.1.1, al.;πρός τινα Id.BJ1.12.13
.II. right of intermarriage between states,ἐπιγαμίας.. καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας X.Cyr.3.2.23
; Ἀθαναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. GDI 5040 ([place name] Hierapytna), Wilcken Chr.27 (ii A.D.).b. = Lat. conubium, BGU265.7 (ii A.D.), etc.: generally, intermarriage, mostly pl.,ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι Hdt.2.147
;ἀλλήλοις X.Cyr.1.5.3
, cf. Decr. ap.D.18.187 (sg.);Εὐβοεῦσιν Lys.34.3
;παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19
;πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol. 1280b16
, Str.5.3.4;ἐπιγαμίαις χρῆσθαι Arist. Pol. 1280b36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγαμία
-
4 ἐπιγαμία
-ας ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 Jos 23,12intermarriage; ἐὰν ἐπιγαμίας ποιήσητε πρὸς αὐτούς if you intermarry with them
См. также в других словарях:
ἐπιγαμίας — ἐπιγαμίᾱς , ἐπιγαμία additional marriage fem acc pl ἐπιγαμίᾱς , ἐπιγαμία additional marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεργασία — ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι] παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.) 2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ… … Dictionary of Greek
κήδευμα — κήδευμα, εύματος, τὸ (Α) [κηδεύω] 1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τόν δ ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.) 2. (ποιητ.) κηδεστής* («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek
κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… … Dictionary of Greek
κηδεστία — η (Α κηδεστία) [κηδεστής] συγγένεια εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… … Dictionary of Greek
συγκηδεστής — ὁ, Α 1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας τής αδελφής τής συζύγου κάποιου 2. συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»] … Dictionary of Greek