-
1 ἐπι(ρ)ρίπτω
набрасывать, накидывать, возлагать; употр. о возложении одежды на животное для езды верхом.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπι(ρ)ρίπτω
-
2 ριπτω
(impf. ἔρριπτον - эп. iter. ῥίπτασκον и ῥίπτεσκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρριψα, pf. ἔρρῑφα; pass.: fut. ῥιφθήσομαι и ῥῐφήσομαι, fut. 3 ἐρρίψομαι, aor. ἐρρίφθην и ἐρ(ρ)ίφην с ῐ, pf. ἔρριμμαι и ῥέριμμαι; adj. verb. ῥιπτός) и ῥιπτέω (только praes. и impf. ἐρρίπτεον)1) бросать, метать, кидать(δίσκον Hom.; κεραυνόν Pind.; ῥ. τί τινος Eur., ἐπί τινι Aesch. и ἐπί τινα Luc.)
ἔρριπται ὅ βόλος Her. — невод заброшен;ἐρριμμένος καὴ μεθύων Polyb. — валяющийся пьяным;ῥ. τὸν κλῆρον Plat. — бросать жребий;τραχεῖς λόγους ῥ. Aesch. — бросать оскорбительные слова;λόγοι μάτην ῥιφέντες Eur. — впустую сказанные слова;ῥ. τινὰ ἐς τὸ δυστυχές Aesch. — ввергать кого-л. в несчастье;ῥ. ἀράς τινι Eur. — бросать проклятия кому-л.;ῥ. κίνδυνον Eur. — идти на риск;ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. — ты подвергаешь себя риску войны против аргивян;ῥ. αὑτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους Plut. — принять рискованное решение2) извергать, удалять, изгонять(τινὰ ἐκ γῆς Soph.)
ἐκ χθονὸς ῥίψων ἑαυτόν Soph. — добровольно отправившийся в изгнание3) сбрасывать, сталкивать, свергать(ἀπὸ πύργου τινά Hom.; τινὰ εἰς τὸν Τάρταρον Plat.; τινὰ κατὰ и ἀπὸ πέτρας Eur., Plut.; ῥῖψαι ἑωυτὸν ἐς τέν θάλασσαν Her.)
ῥ. ἑαυτόν Xen. — бросаться в пропасть4) бросать, покидать(ῥ. τινὰ ἔρημον Soph.)
5) отбрасывать прочь(μοχλὸν ἀπὸ ἕο Hom.; τὰ ὅπλα Xen.)
πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων Eur. — распустив (свои) кудри по ветру6) подбрасывать, поднимать(τι ποτὴ νέφεα Hom.)
ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥ. Eur. — воздевать руки к небу7) (sc. ἑαυτόν) бросаться(εἰς θάλασσαν Xen.)
ῥ. ἐπὴ λαιὰ καὴ ἐπὴ δεξιά Anth. — метаться то влево, то вправо;ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς Men. — броситься вниз с высокой скалы
См. также в других словарях:
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek