-
1 ἐπ-εμ-βαίνω
ἐπ-εμ-βαίνω (s. βαίνω), noch dazu darauftreten, οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, nachdem er auf die Schwelle getreten war, darauf stand, Il. 9, 582, wie δίφρου ἐπεμβεβαώς Hes. sc. 195. 324 (τετραορίας), Pind. N. 4, 29; σῆς ἐπεμβαίνων χϑονός Soph. O. C. 928; – πύργοις ἐπεμβάς, nachdem er die Thürme erstiegen hatte (feindlich), Aesch. Spt. 614, wie Qu. Sm. 7, 466; – auch mit dem accus., λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ῥάχιν Eur. Rhes. 783, vgl. Bacch. 1061; Νεῖλον ἐπεμβάς Theocr. 17, 98. Auch εἰς πάτραν ἐπεμβάσει, wieder eintreten, Eur. I. T. 649 – Noch dazu einsteigen in die Schiffe, τοῖς ὕστερον ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Dem. 50, 25; hineingehen, Luc. Tim. 56; ἄκρας ἐπεμβαινούσης τῷ πελάγει, sich ins Meer hinein erstrecken, Longin. – Darauftreten, verhöhnen, beschimpfen, mißhandeln, ποδὶ ἐπεμβῆναι ἐχϑροῖσιν Soph. El. 448; κατ' ἐμοῦ ἐπεμβάσει ibd. 825; gew. mit dem dat. der Person, Eur. Hipp. 668; τοῖς τετριμμένοις Polem. 2, 26; Plut. u. a. Sp.; τῷ καιρῷ τινος, die Gelegenheit zu Jemandes Schaden benutzen, Dem. 21, 203, vgl. συγγενῶν ἐπεμβῆναι ἁμαρτήμασι Plut. de adul. et amic. discr. 25.
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… … Dictionary of Greek