-
1 ἐπέκ
-
2 ἐπεκβοάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκβοάω
-
3 ἐπέκπλοος
A sailing out against, attack by sea,ἐ. ποιεῖσθαι Id.8.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέκπλοος
-
4 ἐπεκβαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκβαίνω
-
5 ἐπεκβάλλω
II Geom., produce, Archim.Spir.Praef. ([voice] Pass.);τὸ μῆκος Iamb. in Nic.p.57
P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκβάλλω
-
6 ἐπεκδιδάσκω
A teach or explain besides, τι Pl.Prt. 328e;ὡς.. Id.Euthphr.7a
;ὅπως.. Plu.Sol.25
;ὁ -διδάσκων λόγος Plb.15.35.7
:—[voice] Pass., Gal.Libr.Propr. 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδιδάσκω
-
7 ἐπεκδιδαχή
ἐπεκ-δῐδᾰχή, ἡ,A added explanation, Choer ob.Rh.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδιδαχή
-
8 ἐπεκδίδωμι
A farm out a contract again, IG7.3073.38 (Lebad.).II publish again, Sch.Il.19.365 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδίδωμι
-
9 ἐπεκδιηγέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδιηγέομαι
-
10 ἐπεκδικέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδικέω
-
11 ἐπεκδρομή
ἐπεκ-δρομή, ἡ,A sally, sortie, Th.4.25, Procop. Vand.2.8, al.; raid, D.C.46.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκδρομή
-
12 ἐπέκθεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέκθεσις
-
13 ἐπεκθέω
A = ἐπεκτρέχω, Th.4.34,5.9, X.HG5.3.6;ἐς τὰς τάξεις Arr.An.5.17.3
:τῷ τάγματι Plb.Fr. 122
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκθέω
-
14 ἐπεκθύομαι
A offer sacrifice for, Arr.Epict. 2.7.9, Gal.9.833.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκθύομαι
-
15 ἐπεκκουφίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκκουφίζω
-
16 ἐπέκκρισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέκκρισις
-
17 ἐπεκλέγομαι
A choose, select, Procop.Arc.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκλέγομαι
-
18 ἐπεκπίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκπίνω
-
19 ἐπεκπλέω
A sail out against, v. l. in Th.7.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκπλέω
-
20 ἐπεκπνέω
A breathe out twice, opp. ἐπεισπνέω, Gal.10.700.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκπνέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πλαστήρας, Νικόλαος — (Μορφοβούνι Καρδίτσας 1883 – Αθήνα 1953). Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές στην Καρδίτσα, φοίτησε στη σχολή υπαξιωματικών και έφτασε διαδοχικά ως το βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1923 τού απονεμήθηκε τιμητικά ο … Dictionary of Greek
Ακρίτας, Λουκής — (Μόρφου, Κύπρος 1909 – 1965). Λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1931 άρχισε να δημοσιογραφεί. Στην περίοδο της Κατοχής, μαζί με άλλους διανοούμενους, κυκλοφόρησε την παράνομη εφημερίδα… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… … Dictionary of Greek
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek