Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπειδήπερ

См. также в других словарях:

  • επειδήπερ — ἐπειδήπερ (AM) (σύνδ.) επειδή τέλος πάντων («εἶά νυν, ἐπειδήπερ αὐτὸς αἱρεῑ, λέγε», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπειδήπερ — ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πειδήπερ — ἐπειδήπερ , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπειδήπερ — ἐπειδήπερ , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • Council of Constantinople (360) — Further information: Council of Rimini and Council of Seleucia In 359, the Roman Emperor Constantius II requested a church council, at Constantinople, of both the eastern and western bishops, to resolve the split at the Council of… …   Wikipedia

  • PATER Imperatoris — Graece Πατὴρ Βασιλέως velunâ voce Βασιλεοπάτωρ, dictus est, temporibus Constantini Principis, quô Patriciatûs culmen ris solum, quos dignos censuissent Imperatorcs, concedi coepit, Patricius, ut Luithprandus exponit: qui Pater Principis redditur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… …   Dictionary of Greek

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՆԶԻ — ( ) NBH 2 0979 Chronological Sequence: Unknown date շ. Որպէս յետադաս. γάρ, ὄτι, καθότι nam, enim, quoniam, quia. Վասն զի. զիրա. *Երկեայ, քանզի մերկ էի: Մեղանչեն քեզ, քանզի ոչ գոյ մարդ՝ որ ոչ մեղանչէ: Ոչ գոյր նորա որդեակ, քանզի եղիսաբէթ ամուլ էր,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»