-
1 ἐπ-ασκέω
ἐπ-ασκέω, sorgfältig ausarbeiten, mit Etwas versehen; αὐλὴ ἐπήσκηται τοίχῳ καὶ ϑριγκοῖσι, sorgfältig mit einer Mauer u. Zinnen versehen, Od. 17, 266. Aehnl. ἐπασκήσω τιμαῖς ἥρωα Pind. N. 9, 10; vgl. frg. 206; – (dazu) üben, einüben, πεντάεϑλον, παγκράτιον, Her. 6, 92. 9, 150; τέχνην 2, 166, eine Kunst treiben, wie Aesch. 3, 255; σοφίαν Ar. Nubb. 517; εἰς τὰ Ὀλύμπια παγκράτιον Aesch. 3, 179; so gew. von Athleten, οἱ ἐπασκοῠντες Achae. Ath. X, 418 a; μνήμην, das Andenken zu erhalten suchen, Her. 2, 77. – Pass., Ρωμαίοις ταῠτα ἐπήσκηται Arr. An. 5, 8, 1.
См. также в других словарях:
επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… … Dictionary of Greek