-
1 παροινεω
(impf. ἐπαρῴνουν, aor. ἐπαρῴνησα, pf. πεπαρῴνηκα; pass.: aor. ἐπαρῳνήθην, pf. πεπαρῴνημαι)1) буйствовать в пьяном виде(παροινήσας καὴ ὀργισθείς Plat.)
2) пьянствовать(π. καὴ ἐκβακχεύεσθαι Plut.)
3) в пьяном виде оскорблять, обижать(τινα Plut.)
παροινούμενος Dem. — подвергшийся насилию со стороны пьяного буяна
См. также в других словарях:
ἐπαρῴνησα — παροινέω behave ill at wine aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek