-
1 επαναφορά
ἐπαναφορά̱, ἐπαναφοράreferring: fem nom /voc /acc dualἐπαναφορά̱, ἐπαναφοράreferring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπαναφορά
ἐπαναφορά̱, ἐπαναφοράreferring: fem nom /voc /acc dualἐπαναφορά̱, ἐπαναφοράreferring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 επαναφορά
-
4 ἐπαναφορᾷ
-
5 ἐπαναφορά
ἐπανα-φορά, ἡ,II Rhet., repetition of a word at the beginning of several clauses, Longin.20.2 (pl.), Demetr.Eloc.61, Hermong.Id.1.12, Ps.-Plu.Vit.Hom.33.IV Astrol., τόπος which follows a κέντρον (q. v.), Ptol.Tetr. 112, S.E.M.5.14, Paul.Al.L.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναφορά
-
6 επαναφορά
restorationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επαναφορά
-
7 επαναφοράν
-
8 ἐπαναφοράν
-
9 επαναφοράς
-
10 ἐπαναφοράς
-
11 επαναφοράς
-
12 ἐπαναφορᾶς
-
13 επαναφορή
-
14 ἐπαναφορῇ
-
15 επαναφοραίς
-
16 ἐπαναφοραῖς
-
17 επαναφοραί
-
18 ἐπαναφοραί
-
19 επαναφορών
-
20 ἐπαναφορῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… … Dictionary of Greek
επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)