-
1 актерствовать
-вую, -вуешь, ρ.δ.παλ. είμαι ηθοποιός, επαγγέλλομαι τον ηθοποιό. || μτφ. υποκρίνομαι. -
2 бабничать
ρ.δ.1. (απλ.) γυναικοφέρνωι, συμπεριφέρνομαι σαν γυναίκα.2. είμαι γυναικάς, κυνηγώ γυναίκες.3. επαγγέλλομαι την πρακτική μαμμή. -
3 барышничать
ρ.δ.παλ. επαγγέλλομαι(κάνω) το μεταπράτη, το μεταπωλητή. -
4 дворничать
ρ.δ. (απλ.)επαγγέλλομαι, κάνω το ακουπιδιάρη, δουλεύω σκουπιδιάρης. -
5 знахарить
ρ.δ. (διαλκ.) κάνω (επαγγέλλομαι) τον κομπογιανίτη. -
6 маклерствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. εμπορομεσιτεύω, επαγγέλλομαι τον εμπορομεσίτη. -
7 малярничать
ρ.δ. χρωματίζω, μπογιατίζω. || επαγγέλλομαι τον χρωματιστή. -
8 поварничать
ρ.δ. παλ. μαγειρεύω. || κάνω (επαγγέλλομαι) το μάγειρα. -
9 портняжничать
ρ.δ.επαγγέλλομαι το ράφτη, εργάζομαι ράφτης, κάνω το ράφτη. -
10 практиковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. практикованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. εφαρμόζω στην πράξη.2. παλ.επαγγέλλομαι, ασκώ το επάγγελμα.1. εφαρμόζομαι, χρησιμοποιούμαι, γίνομαι• συνηθίζομαι•это средство -ется до сих пор αυτό το μέσο χρησιμοποιείται ως τώρα•
это часто -ется αυτό συνηθίζεται, γίνεται συχνά.
2. (εξ)ασκούμαι. -
11 промышлять
ρ.δ.1. βλ. промыслить.2. επαγγέλλομαι, εξασκώ το επάγγελμα.3. φροντίζω, μεριμνώ σκέπτομαι.εξευρίσκω, επινοώ, διανοούμαι. -
12 редакторствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.επαγγέλλομαι το συντάκτη. -
13 режиссёрствовать
-ствую, -ствуешь. ρ.δ.επαγγέλλομαι τον σκηνοθέτη. -
14 репетиторствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.επαγγέλλομαι τον προγυμναστή. -
15 репортёрствовать
-ствуга, -ствуешьρ.δ. επαγγέλλομαι τον ρεπόρτερ. -
16 сапожничать
ρ.δ.επαγγέλλομαι (κάνω) τον τσαγκάρη, εργάζομαι τσαγκάρης. -
17 скоморошествовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.επαγγέλλομαι τον σκομορόχο. -
18 скорняжничать
ρ.δ.επαγγέλλομαι το γουναρά, είμαι γουναράς. -
19 столярничать
ρ.δ. εργάζομαι μαραγκός, επαγγέλλομαι το μαραγκό. -
20 толмачить
ρ.δ.επαγγέλλομαι το διερμηνέα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επαγγέλλομαι — επαγγέλλομαι, επαγγέλθηκα βλ. πίν. 86 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαγγέλλομαι — επαγγέλθηκα, επαγγελμένος, μτβ. 1. υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Η κυβέρνηση επαγγέλλεται μισθολογικές αυξήσεις. 2. εξασκώ επάγγελμα, δηλ. βιοποριστικό έργο: Επαγγέλλεται το δικηγόρο. 3. μτφ., προσποιούμαι τον, παρασταίνω τον, ποζάρω για: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγγέλλομαι — ἐπαγγέλλω tell pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
ανεπάγγελτος — η, ο (Α ἀνεπάγγελτος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άεργος αρχ. 1. (για πόλεμο) εκείνος που η έναρξη του δεν αναγγέλθηκε επίσημα, ακήρυχτος 2. απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανεπάγγελτος < αν στερ. + επαγγέλλω «κηρύσσω,… … Dictionary of Greek
επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… … Dictionary of Greek
επαγγελτός — ή, ό (Α ἐπαγγελτός, ή, όν [επαγγέλλομαι] ο γεμάτος αγαθές υποσχέσεις («ο θάνατος, η νίκη... προς ύψη επαγγελτά με πάτε», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek