-
1 ἐπι-καρπία
ἐπι-καρπία, ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Ggstz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.
-
2 ἐπί-κουρος
ἐπί-κουρος, helfend, beistehend; bei Hom. Il. immer subst., der Helfer im Kriege, bes. die barbarischen Hülfstruppen der Trojaner, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι oder Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ' ἐπίκ., Il. 2, 815. 3, 456 u. öfter; ἡ ἐπίκουρος, die Helferinn, Ἀφροδίτη ἦλϑεν Ἄρει ἐπίκουρος 21, 431; so auch bei Folgdn, Bundesgenossen, Hülfstruppen, Söldnerheere, Aesch. Pers. 870 Her. 2, 152 u. A.; ἀπὸ Ἀρκαδίας ἐπίκ. Hermipp. bei Ath. I, 27 f; Ggstz von πολῖται Thuc. 6, 55; νεῶν ἐπικούρων, Schiffe zum Beistand, Plut. Per. 26. Auch von den um Sold dienenden Leibwachen der Könige u. Tyrannen, die sonst δορυφόροι heißen, Her. 1, 64. 6, 39; Thuc. 6, 55. 58. Bei Plat. Rep. III, 416 a heißen die Hunde ἐπίκουροι ποιμνίων, Schützer der Heerden; mit σωτῆρες verbunden, V, 463 b. – Als adj. schützend, beistehend, λόγος Plat. Theaet. 165 e; γίγνεσϑαί τινι Legg. X, 890 d; τινός, gegen Etwas schützend, χέρ' ἐπίκουρον κακῶν Eur. I. A. 1027; ἐπίκουρον τῆς τοῦ γήρως αὐστηρότητος φάρμακον Plat. Legg. II, 666 d, wie ἐπίκουρον ψύχους Xen. Mem. 4, 3, 7; anders Soph. Λαβδακίδαις ἐπίκουρος ἀδήλων ϑανάτων O. R. 496, nach Musgrave's Aenderung, als Rächer; vgl. Eur. El. 138 ἔλϑοις πατρὶ αἱμάτων ἐχϑίστων ἐπίκουρος. – Die Grammatiker unterscheiden ἐπίκουροι, als Verbündete der angegriffenen Partei, von σύμμαχοι, den Verbündeten des angreifenden Theiles; doch findet sich dieser Unterschied nicht immer beachtet.
-
3 προς-κῡδής
προς-κῡδής, ές, = ἐπικ υδής, zw.
-
4 ἐπι-κελεύω
ἐπι-κελεύω (s. κελεύω), (wiederholt) zurufen, antreiben, Eur. Bacch. 1088; τινί, El. 1224, wie Xen. Cyr. 3, 3, 41; πρὸς τοῖς ἄλλοις κελεύσμασι τόδε Cyn. 6, 20; absolut, Plat. Phaed. 60 c, wo es neben παρακελεύεσϑαι (was zu vgl.) steht u., wie aus dem folgden ὅπερ ἔπραττον τοῦτο ἐπεκέλευεν hervorgeht, ermuntern bei der schon angefangenen Arbeit bedeutet; Thuc. ἐπικ. τὸν μὴ διανοούμενον 3, 82. – Auch med., ἐπεκελεύοντο τῷ Νικίᾳ, c. int., Thuc. 4, 28, wie Plut. Anton. 77.
-
5 ἐπι-κοκκάστρια
ἐπι-κοκκάστρια, ἡ, bei Ar. Th. 1059 ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐπικ., die Nachäffende, Höhnende, wofür man ἐπικοκκύστρια, die Nachkukukende, vermuthet hat; Eust. 1761, 26 leitet es von ἐπικοκκάζειν ab.
-
6 ἐπι-κάρσιος
ἐπι-κάρσιος, α, ον, bei Opp. Cyn. 2, 169 auch ἐπικάρσιοι αἰχμαί, eigtl. kopfüber, νῆες ἐφέροντ' ἐπικάρσιαι Od. 9, 70, Schiffe, die vor dem Winde segeln u. von hinten gehoben fast kopfüber stürzen, oder nach den Schol. πλάγιαι, = ἐγκάρσιος. So bei den Folgd. in die Quere, schräg, ὁδοί, Ggstz von ἰϑεῖα, Her. 1, 180; τὰ ἐπικ., im Ggstz von ὄρϑια, 4, 101; τοῦ Πόντου, schräg, gegen den P., 7, 36; Sp., wie Pol. 1, 22, 5. – Bei Synes. diagonal.
-
7 ἐπικάρσιος
ἐπι-κάρσιος, α, ον, eigtl. kopfüber, νῆες ἐφέροντ' ἐπικάρσιαι, Schiffe, die vor dem Winde segeln u. von hinten gehoben fast kopfüber stürzen; in die Quere, schräg, ὁδοί, Ggstz von ἰϑεῖα; τὰ ἐπικ., im Ggstz von ὄρϑια; τοῦ Πόντου, schräg, gegen den P.; diagonal
См. также в других словарях:
Πριαμίδης — επικ. γεν. ίδαο και ίδεω, ὁ, Α ο γιος τού Πριάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. πατρωνυμικών ίδης* (πρβλ. Κρον ίδης)] … Dictionary of Greek
παραβασία — επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ 1. πλάνη, παραίσθηση 2. ατιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
πολεμόνδε — επικ. τ. πτολεμόνδε, Α 1. προς τη μάχη 2. προς τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον τού πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
πολυάρατος — επικ. τ. πολυάρητος, ον, Α 1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ αὐτοῡ», Πλάτ.) 2. ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ άρατος)] … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek