-
1 επέτρεπες
-
2 ἐπέτρεπες
См. также в других словарях:
ἐπέτρεπες — ἐπιτρέπω to turn to imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επέτρεπες
2 ἐπέτρεπες
ἐπέτρεπες — ἐπιτρέπω to turn to imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)