-
1 επαναγκες
adv. ( часто в сочетании ἐ. ἐστί) необходимо, по необходимостиἐ. μηδὲν ἔστω или ἐ. μηδὲν εἶναι Plat. — чтобы не было никакого принуждения;
ἐ. κομῶντες Her. — (лакедемоняне) обязаны носить длинные волосы
См. также в других словарях:
επάναγκες — ἐπάναγκες (Α) (ουδ. τού άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, ες) 1. (με ή χωρίς το εστί) είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο 2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.) 3. φρ. τὰ ἐπάναγκες τα… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek