-
1 ἐφ-έρπω
ἐφ-έρπω (s. ἕρπω), heranschleichen u. übh. herankommen; χρόνος ἐφέρπων Pind. Ol. 6, 97; bes. von schlimmen Dingen, νόσος ἐφερπέτω Aesch. Eum. 903; ἐφέρψει κότος 477; μῆνις 304; σκοτία δ' ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει Eur. Alc. 399; sp. D., wie Theocr. 5, 83; auch in dor. Inscr.
См. также в других словарях:
εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… … Dictionary of Greek