-
21 ὄρος
Βλ. λ. όρος -
22 ὅρος
-
23 όρος
1) mount2) mountain3) stipulation4) termΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όρος
-
24 σαγεσφ[όρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαγεσφ[όρος
-
25 φιλομήτωρ -ορος
A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,10loving one’s mother; neol. -
26 ἀλάστωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-0-4=4 2 Mc 7,9; 4 Mc 9,24; 11,23; 18,22he who does deeds that merit vengeance 4 Mc 9,24; avenger, avenging angel, demon 4 Mc 11,23 -
27 ἀλέκτωρ
-ορος + ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 30,31 -
28 ἀντιλήμπτωρ
-ορος + ὁ N 30-1-0-16-3=20 2 Sm 22,3; Ps 3,4; 17(18),3; 41(42),10; 45(46),8helper, protector; neol.Cf. MONTEVECCHI 1957a, 52 -
29 αὐτοκράτωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-0-5=5 4 Mc 1,7.13.30; 8,28; 16,1absolute master of [τινος] -
30 ἐθνοπάτωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,20father of the nation, father of our nation; neol. -
31 ἑπταμήτωρ
-ορος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,24mother of seven children; neol. -
32 λικμήτωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 20,26winnower (metaph.); neol. -
33 μεγαλοκράτωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,2mighty in power, of great power (of God); neol. -
34 οἰκήτωρ
-ορος + ὁ N 3 0-0-0-1-1=2 Prv 2,21; Wis 12,3 -
35 παντοκράτωρ
-ορος + ὁ N 3 0-10-124-16-31=181 2 Sm 5,10; 7,8.25.27; 1 Kgs 19,10almighty 1 Chr 29,12κύριος παντοκράτωρ the Lord Almighty 2 Sm 5,10; θεὸς παντοκράτωρ Almighty God Jer 3,19 neol.?Cf. DODD 1954, 19; HORSLEY 1983, 118; MONTEVECCHI 1957b, 403-413; TOV 1976b, 541; →MM; NIDNTT; TWNT -
36 παρακλήτωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 16,2comforter; neol. -
37 πράκτωρ
-
38 προπάτωρ
-ορος + ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,21 -
39 συνίστωρ
-ορος ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 16,19one who knows, a witness; συνίστωρ μου one who knows me thoroughly -
40 ούρε'
οὔ̱ρεα, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)οὔ̱ρει, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (attic epic ionic)οὔ̱ρεϊ, ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg (epic ionic)οὔ̱ρει, ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg (epic ionic)οὔ̱ρεε, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)οὔρει, οὐρέωmake water: pres imperat act 2nd sg (attic epic)οὔρεε, οὐρέωmake water: pres imperat act 2nd sg (epic ionic)οὔρεαι, οὐρέωmake water: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)οὔρει, οὐρέωmake water: imperf ind act 3rd sg (attic epic)οὔρεε, οὐρέωmake water: imperf ind act 3rd sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek