-
61 παρα-κλήτωρ
παρα-κλήτωρ, ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.
-
62 παρα-λήπτωρ
παρα-λήπτωρ, ορος, ὁ, Annehmer, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 932.
-
63 πατρο-πάτωρ
πατρο-πάτωρ, ορος, ὁ, Vatersvater, Großvater von väterlicher Seite, Pind. P. 9, 85 N. 6, 16 u. Sp, wie Callicratid. bei Stob. Floril. 85, 16.
-
64 πατρ-ολέτωρ
πατρ-ολέτωρ, ορος, ὁ, Vatermörder; bei Antiphan. XI, 348 richtige Lesart, s. Jac. A. P. p. LXXX.
-
65 πατρο-μήτωρ
πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ, Muttervater, Großvater von mütterlicher Seite, Luc. Alex. 58; aber auch ή, die Großmutter, Lycophr. 502.
-
66 περι-μήκης
περι-μήκης, ες, sehr lang; κοντός, ῥάβδος, Od. 9, 487. 10, 393, u. öfter; sehr hoch, πέτρα, Il. 13, 63; ὄρος περίμηκες, Od. 13, 183; λίϑους μεγάϑεϊ περιμήκεας, Her. 2, 108; 7, 36 u. öfter; Luc. Dea Syr. 28; einen superlat. περιμήκιστος hat Plut. adv. Stoic. 35, wenn die Lesart richtig ist.
-
67 περί-τομος
περί-τομος, ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.
-
68 περί-φασις
περί-φασις, ἡ, = περιφάνεια; ὄρος εὐφυῶς κείμενον πρὸς τὰς τῶν προειρημένων τόπων περιφάσεις, Uebersicht über die Gegenden, Pol. 10, 42, 8.
-
69 πειθ-άνωρ
-
70 πενθήτωρ
-
71 πελεκήτωρ
-
72 πιθο-γάστωρ
πιθο-γάστωρ, ορος, = Vorigem, Lob. Phryn. p. 660.
-
73 παντα-κράτωρ
παντα-κράτωρ, ορος, ὁ, der Allherrscher, der Allmächtige, Sp., bes. K. S.; Hermes, Ep. ad. 169 ( App. 282).
-
74 παντ-ολέτωρ
παντ-ολέτωρ, ορος, ὁ, der Allverderber, der Alles vernichtet, Antiphan. 1 (XI, 348).
-
75 παμ-ψέκτωρ
παμ-ψέκτωρ, ορος, ὁ, der Alles Tadelnde, Man. 4, 58.
-
76 παιπαλόεις
παιπαλόεις, εσσα, εν, bei Hom. Beiw. von ὄρος, Il. 13, 17, Ἴμβρος, 24, 78, Ἶϑάκη, Od. 4, 845 u. öfter, Σάμος, 4, 671, σκοπιή, 10, 97, ἀταρπός, Il. 17, 743, ὁδός, 12, 168; βῆσσαι, Hes. Th. 860; Μίμας, Κύνϑος, H. h. Apoll. 39. 141; Κάρπαϑος, Ap. Rh. 4, 1635; gew. rauh, schroff, jäh erkl., denn die genannten Inseln sind alle felsig, u. der Pfad ein steiler Bergpfad (nur ὁδός wurde von den Alten auch auf παιπάλη zurückgeführt und »staubig« erklärt); die Ableitung ist aber schwierig und der Zusammenhang mit αἰπύς, das man gew. als Stamm annimmt, unklar; richtiger führt man es auf πάλλω zurück mit Herm. zu H. h. Apoll. 39, u. bes. Lucas Progr. von Bonn 1841, der von πάλλω, vom Schleudern des Blitzes im Zickzack, ausgehend, gezackt erkl., βῆσσαι, die im Zickzack sich schlängelnden Thäler, u. so auch die Felsenpfade, wie die Felseninseln, die von weitem bes. den Anblick vielzackiger Höhen gewähren. Die Meinungen der alten Gramm. (E. M. 658, 2) sind sehr verschieden u. unhaltbar, auch die Ableitung von πάλη, wie δυσπαλής, raub, mühsam, schwierig, ist unhaltbar.
-
77 παγ-κράτωρ
παγ-κράτωρ, ορος, allmächtig, Sp.
-
78 παγ-γενέτωρ
παγ-γενέτωρ, ορος, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 3, 1 u. öfter.
-
79 παιδο-κράτωρ
παιδο-κράτωρ, ορος, ὁ, curator, Hesych.
-
80 παιδ-ολέτωρ
παιδ-ολέτωρ, ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek