-
121 экспорт
[έκσπαρτ] ουσ α εξαγωγή -
122 выборка
-и θ.1. σύρσιμο, τράβηγμα, εξαγωγή, βγάλσιμο•выборка сети το τράβηγμα του αλιευτικού διχτιου•
выборка якоря το τράβηγμα της άγκυρας•
выборка грунта το βγάλσιμο των χωμάτων.
2. πλθ. -и εκλεκτές περικοπές, αποσπάσματα κειμένου.εκφρ.на -у – (απλ.) κατ’ εκλογή, κατ' επιλογή. -
123 выброс
-а α.1. ρίξιμο έξω, πέταγμα2. εξαγωγή, προβολή, πρόταση.3. πεταγμένο πράγμα. -
124 выварка
-и θ.εξαγωγή, βγάλσιμο με βρασμό•выварка соли βγάλσιμο αλατιού με βράσιμο.
-
125 вывод
-а α.1. έξοδος, αποχώρηση• απόσυρση•вывод войск из населенного пункта έξοδος των στρατευμάτων από τον κατοικημένο χώρο.
2. απαλλαγή, βγάλσιμο (από δύσκολη κατάσταση), εξαγωγή (συμπεράσματος, πορίσματος μαθ. τύπου κ.τ.τ.).3. παραγωγή•вывод птвнчов εκκόλαψη νεοσσών•
вывод новой породы скота παραγωγή νέας ράτσας ζώων•
вывод нового сорта пшеницы παραγωγή νέας ποικιλίας σίτου.
-
126 вывозить
-
127 вывозка
-и θ.εξαγωγή, μεταφορά από μέσα προς τα έξω (με μεταφ. μέσο). -
128 выдача
-и θ.1. χορήγηση, δόσιμο, πληρωμή. || παράδοση, έκδοση.2. αποκάλυψη, φανέρωση•προδοσία.3. εξαγωγή, βγάλσιμο.4. έκδοση (βιβλίου, έργου).
См. также в других словарях:
ἐξαγωγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἐξαγωγῇ — ἐξαγωγῆι , ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγωγαί — ἐξαγωγή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγήν — ἐξαγωγή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek