-
21 ἀλαθείας
ἀλᾱθείᾱς, ἀλήθειαtruth: fem acc pl (doric)ἀλᾱθείᾱς, ἀλήθειαtruth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
22 αληθειών
-
23 ἀληθειῶν
-
24 αληθείαις
-
25 ἀληθείαις
-
26 αληθείαισι
ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic)ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
27 ἀληθείαισι
ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic)ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
28 αληθείαισιν
ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic)ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
29 ἀληθείαισιν
ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic)ἀλήθειαtruth: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
30 αληθείαν
-
31 ἀληθείαν
-
32 αληθείηι
ἀληθείῃ, ἀλήθειαtruth: fem dat sg (epic ionic)ἀληθείῃ, ἀλήθειαtruth: fem dat sg (epic ionic) -
33 ἀληθείηι
ἀληθείῃ, ἀλήθειαtruth: fem dat sg (epic ionic)ἀληθείῃ, ἀλήθειαtruth: fem dat sg (epic ionic) -
34 αληθείης
ἀλάομαιwander: aor opt mp 2nd sg (attic ionic)ἀλήθειαtruth: fem gen sg (epic ionic)ἀλήθειαtruth: fem gen sg (epic ionic) -
35 ἀληθείης
ἀλάομαιwander: aor opt mp 2nd sg (attic ionic)ἀλήθειαtruth: fem gen sg (epic ionic)ἀλήθειαtruth: fem gen sg (epic ionic) -
36 αλάθει'
ἀλά̱θεια, ἀλήθειαtruth: fem nom /voc sg (doric)ἀλά̱θειαι, ἀλήθειαtruth: fem nom /voc pl (doric) -
37 ἀλάθει'
ἀλά̱θεια, ἀλήθειαtruth: fem nom /voc sg (doric)ἀλά̱θειαι, ἀλήθειαtruth: fem nom /voc pl (doric) -
38 ταλήθεια
-
39 τἀλήθεια
-
40 καθώς
καθώς adv. (its use strongly opposed by Phryn. p. 425 Lob.; Aristot.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo; Jos., Ant. 12, 158 al.; Ar.; Just., A I, 51, 6; Tat. 33, 3) marker① of comparison, just as, w. οὕτως foll. (just) as … so Lk 11:30; 17:26; J 3:14; 2 Cor 1:5; 10:7; Col 3:13; 1J 2:6; 1 Cl 20:6; Hs 9, 4, 1. κ. … ὁμοίως as … so, likewise Lk 6:31. κ. … ταῦτα J 8:28; τὰ αὐτὰ … κ. 1 Th 2:14. κ. … καί as … so or so also J 15:9; 17:18; 20:21; 1J 2:18; 4:17; 1 Cor 15:49. οὕτως καθώς just as Lk 24:24. Freq. the demonstrative is omitted: ποιήσαντες κ. συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς they did as Jesus had directed them Mt 21:6; cp. 28:6; Mk 16:7; Lk 1:2, 55, 70; 11:1; J 1:23; 5:23; Ac 15:8; Ro 1:13; 15:7; 1 Cor 8:2; 10:6; 2 Cor 1:14; 9:3; 11:12; Eph 4:17; Hm 12, 2, 5; 1 Cl 16:2. As a formula κ. γέγραπται as it is written (cp. Sb 7532, 16 [74 B.C.] καθὰ γέγραπται) Mt 26:24; Mk 1:2; 9:13; 14:21; Lk 2:23; Ac 15:15; Ro 1:17; 2:24; 3:4, 10; 4:17; 8:36 and very oft. in Paul. See s.v. καθάπερ and cp. κ. προείρηκεν Ro 9:29. κ. διδάσκω as I teach 1 Cor 4:17. καθὼς εἶπον ὑμῖν J 10:26 v.l. καθὼς εἶπεν ἡ γραφή J 7:38. The accompanying clause is somet. to be supplied fr. the context: κ. παρεκάλεσά σε (POxy 1299, 9 καθὼς ἐνετειλάμην σοι= [act, do] as I have instructed you) 1 Ti 1:3; cp. Gal 3:6. ἤρξατο αἰτεῖσθαι (ἵνα ποιήσῃ αὐτοῖς) κ. ἐποίει αὐτοῖς as he was accustomed to do for them Mk 15:8. ἰάθη Σαλώμη καθὼς προσεκύνησεν Salome was healed in accordance with her prayer GJs 20:3. In combination w. εἶναι: ὀψόμεθα αὐτὸν κ. ἐστιν we will see him (just) as he is 1J 3:2, in the sense of ποῖος ‘as’ J 6:58; 14:27 (s. HLjungvik, Eranos 62, ’64, 34f). κ. ἀληθῶς ἐστιν as it actually is 1 Th 2:13. Somet. an expression may be condensed to such an extent that opposites are compared ἀγαπῶμεν ἀλλήλους οὐ κ. Κάϊν 1J 3:11f. οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος … οὐ κ. ἔφαγον οἱ πατέρες quite different from that which the fathers ate J 6:58. In compressed speech, to introduce a quotation, e.g. εἰς τὴν κατάπαυσιν …, κ. εἴρηκεν (after Ps 94:11) in the rest … of which God has said Hb 4:3; 8:5 (s. HLjungvik, Eranos 62, ’64, 36f).② of extent or degree to which, as, to the degree that (Num 26:54; Ar. 2, 1; 4, 1) κ. ἠδύναντο ἀκούειν so far as they were able to understand Mk 4:33. κ. εὐπορεῖτό τις each according to each one’s (financial) ability Ac 11:29. κ. βούλεται (just) as the Spirit chooses (NRSV) 1 Cor 12:11; cp. vs. 18. κ. ἔλαβεν χάρισμα to the degree that one has received a gift 1 Pt 4:10. Cp. Ac 2:4; 1 Cor 15:38.③ of cause, since, in so far as, esp. as a conjunction beginning a sentence (B-D-F §453, 2; Rob. 968; 1382) J 17:2; Ro 1:28; 1 Cor 1:6; 5:7; Eph 1:4; 4:32; Phil 1:7.④ of temporality, as, when. The temporal mng. of κ. is disputed, but seems well established (2 Macc 1:31; 2 Esdr 15:6; EpArist 310; s. ὡς 8); κ. (v.l. ὡς) ἤγγιζεν ὁ χρόνος when the time came near Ac 7:17 (EpArist 236 καθὼς εὔκαιρον ἐγένετο).⑤ After verbs of saying it introduces indirect discourse (=ὡς, πῶς) Συμεὼν ἐξηγήσατο, κ. ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο S. has related how God visited Ac 15:14. μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ, κ. σὺ ἐν τῇ ἀληθείᾳ περιπατεῖς who testify to your truth, namely how you walk in the truth 3J 3.—M-M.
См. также в других словарях:
ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)