-
1 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
2 таблица
ο πίνακαςистинности (лог.вчт.) - αλήθειαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таблица
-
3 гран
гранм:в этом нет ни \грана истины σ'αύτό δέν ὑπάρχει οὔτε ίχνος ἀλήθειας. -
4 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
5 зерно
зернос1. ὁ κόκκος / ὁ σπόρος (семя):жемчу́жное \зерно τό μαργαριτάρι·2. собир. τά γεννήματα, ὁ καρπός·3. перен ὁ πυρήνας:\зерно истины ὁ κόκκος ἀληθείας. -
6 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
7 правда
правд||аж1. ἡ ἀλήθεια:су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα -
8 страдать
страдатьнесов в разн. знач. ὑποφέρω/ πάσχω (от боли, недуга):\страдать от головной бо́ли ὑποφέρω ἀπό πονοκέφαλο· \страдать от наводнения ὑποφέρω ἀπό τήν πλημμύρα· \страдать за правду ὑποφέρω ἀπό ἀγάπη τής ἀλήθειας· \страдать недостатками ἔχω ἐλλείψεις. -
9 уклоняться
уклон||ятьсянесов1. (отстраняться) (παρ)εκκλίνω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяя́ться от удара ἀποφεύγω τό χτύπημα·2. перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω (избегать):\уклонятьсяи́ться от боя воен. φυγομαχῶ· \уклонятьсяя́ться от темы ξεφεύγω ἀπό τό θέμα· \уклонятьсяя́ться от разговора (встречи) ἀποφεύγω τή συζήτηση (τή συνάντηση)·3. прям., перен (отклоняться) παρα-στρατίζω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяяться от истины ἐκτρέπομαι τής ἀληθείας. -
10 частица
част||ицаж1. τό μόριο[ν], τό τμήμα:\частицаи́цы пыли τά μόρια τής σκόνης· в словах ее 6ι*πέ \частица правды στά λόγια του ὑπήρχε δόση ἀλήθειας·2. мн. физ. τά μόρια:заряженные \частицаи́цы τά φορτισμένα μόρια· элементарные \частицаи́цы τά στοιχειώδη μόρια·3. грам. τό μόριο[ν], ἡ συλλαβή. -
11 без
κ. безо πρόθεση με γεν.1. χωρίς, δίχως, άνευ•без денег χωρίς χρήματα•
без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•
без потерь χωρίς απώλειες•
без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•
без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•
без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•
без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•
вести χωρίς είδηση.
2. παρά•без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.
|| κοντά, σχεδόν, περίπου•служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•
не без того υπάρχει δόση αλήθειας.
-
12 гран
-а α. παλ.φαρμακ. μονάδα βάρους ίση προς 0,062 γρμ.εκφρ.ни -а истины – ούτε κόκκος (ίχνος) αλήθειας•ни -а совести – ούτε κόκκος συνείδησης. -
13 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου. -
14 извращение
-я ουδ.διαστροφή, διαστρέβλωση• παραποίηση•извращение истины διαστρέβλωση αλήθειας.
|| διαστροφή, εκφυλισμός. -
15 критерий
-я α.κριτήριο•критерий истины κριτήριο αλήθειας•
служить -ем χρησιμεύω σαν κριτήριο.
-
16 крупица
-ы θ.1. σιμιγδαλάκι.2. μικρός κόκκος, σπειράκι.3. ελάχιστη ποσότητα, κόκκος, κουκούτσι•- истины ή правды κόκκος αλήθειας.
-
17 луч
-а α.1. παλ. ακτίνα, αχτίδα•лучи солнца αχτίνες ήλιου•
звёздные -и αχτίνες αστεριού•
сноп -ей δέσμη αχτίνων•
рентгеновы -и αχτίνες ραίντκεν•
катодные -и καθοδικές αχτίνες•
ультрафиолетовые -и υπεριώδεις αχτίνες•
испускать -и εκπέμπω αχτίνες, αχτινοβολώ•
термические -и θερμικές αχτίνες.
2. μτφ. αμυδρό φως•луч света в тёмном царстве αχτίνα φωτός στο σκοτεινό βασίλειο (κάτι προοδευτικό μέσα στο σκοταδισμό)•
луч надежды, счастья, истины αχτίνα ελπίδας, ευτυχίας, αλήθειας.
-
18 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
19 спекуляция
-и θ.κερδοσκοπία, σπέκουλα, αισχροκέρδεια, μαυραγορά.-и θ.σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας• σοφιστεία (ιδιοτελούς χαρακτήρα). -
20 Base
subs.Foundation: P. θεμέλιοι, οἱ, τὰ κάτωθεν, P. and V. πυθμήν, ὁ, V. ῥίζα, ἡ.Of a hill: P. κράσπεδα, τά (Xen.).Of a triangle: P. βάσις, ἡ.Base of operations: P. and V. ἀφορμή, ἡ, P. ὁρμητήριον, τό.Fortify ( as a base against an enemy), v. intrans.: P. ἐπιτειχίζειν.Making Naupactus their base: P. ὁρμώμενοι ἐκ Ναυπάκτου (Thuc. 2, 69).A base against a place: P. ἐπιτειχισμός, ὁ (dat. or κατά, gen.).——————v. trans.Secure, confirm: P. βεβαιοῦν.Statements based on no foundation of truth: P. ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα (Dem. 230).——————adj.Morally: P. and V. αἰσχρός, κακός, πάγκακος, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, ἀνάξιος, Ar. and P. ἀγεννής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Base
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Animal bipes implume — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί. 2 Ζεί και βασιλεύει … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Zeta — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί … Deutsch Wikipedia
Zoon logon echon — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί. 2 Ζεί και βασιλεύει … Deutsch Wikipedia
Фармакидис, Феоклит — Художник Тсокос, Дионисиос Феоклит Фармакидис Феоклит Фармакидис (греч … Википедия
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek