-
1 мирный
ми́рн||ыйприл1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:\мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα. -
2 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
3 борец
борец м 1) ο αγωνιστής борцы за мир οι αγωνιστές της ειρήνης 2) спорт, о παλαιστής* * *м1) ο αγωνιστήςборцы́ за мир — οι αγωνιστές της ειρήνης
2) спорт. ο παλαιστής -
4 вклад
вклад м I ) (в сберкассу и т. п.) η κατάθεση 2) перен. η συνεισφορά, η συμβολή \вклад в дело мира η συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης* * *м1) (в сберкассу и т. п.) η κατάθεση2) перен. η συνεισφορά, η συμβολήвклад в де́ло ми́ра — η συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης
-
5 голубь
голубь м το.περιστέρι; почтовый \голубь το ταχυδρομικό περιστέρι \голубь мира το περιστέρι της ειρήνης* * *мτο -περιστέριпочто́вый го́лубь — το ταχυδρομικό περιστέρι
••го́лубь ми́ра — το περιστέρι της ειρήνης
-
6 движение
движение с 1) η κίνηση 2) (общественное ) το κίνημα всемирное \движение сторонников мира το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης \движение за мир το κίνημα για την ειρήνη 3) (транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση одностороннее \движение ο μονόδρομος железнодорожное \движение η κυκλοφορία τρένων 4) (ход ) η πορεία* * *с1) η κίνηση2) ( общественное) το κίνημαвсеми́рное движе́ние сторо́нников ми́ра — το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης
движе́ние за мир — το κίνημα για την ειρήνη
3) ( транспорта) η κυκλοφορία, η κίνησηодносторо́ннее движе́ние — ο μονόδρομος
железнодоро́жное движе́ние — η κυκλοφορία τρένων
4) ( ход) η πορεία -
7 дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα* * *сде́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης
2) (занятие, работа) η δουλειάу меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα
3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός4) ( поступок) το έργο, η πράξη5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη6) юр. η υπόθεση; ο φάκελοςгражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση
••как дела́? — πώς τα πάτε
в чём де́ло? — τι συμβαίνει
в са́мом де́ле? — αλήθεια
де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…
на де́ле — στην πραγματικότητα
пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα
-
8 залог
I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή* * *I м1) ( предмет) το ενέχυρο2) перен.II м грам.зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης
действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή
-
9 защита
защита ж 1) η υπεράσπιση η προστασία (охрана) \защита мира η υπεράσπιση της ειρήνης 2) спорт, η άμυνα* * *ж1) η υπεράσπιση; η προστασία ( охрана)защи́та ми́ра — η υπεράσπιση της ειρήνης
2) спорт. η άμυνα -
10 защищать
защищать υποστηρίζω υπερασπίζω υπερασπίζομαι (отстаивать) \защищать дело мира υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης \защищаться υπερασπίζομαι* * *υποστηρίζω; υπερασπίζω; υπερασπίζομαι ( отстаивать)защища́ть де́ло ми́ра — υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης
-
11 мир
I мир Ι м (вселенная) о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη· во всём \мире σ' όλο τον κόσμο II мир II м (согласие) η ειρήνη' \мир во всём \мир οη ειρήνη σ' όλο τον κόσμο· прочный \мир η σταθερή ειρήνη· борьба за \мир ο αγώνας για την ειρήνη· защита \мира η υπεράσπιση της ειρήνης* жить в \мире ζούμε αγαπημένα" заключить \мир συνάπτω ειρήνη* * *I м( вселенная) ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένηII м( согласие) η ειρήνηпро́чный мир — η σταθερή ειρήνη
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
защи́та мира — η υπεράσπιση της ειρήνης
заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
-
12 мирный
мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος* * *1) в разн. знач. ειρηνικόςми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός
ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης
ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη
реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών
2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος -
13 оплот
оплот м το στήριγμα, ο προμαχώνας· \оплот мира о προμαχώνας της ειρήνης* * *мτο στήριγμα, ο προμαχώναςопло́т ми́ра — ο προμαχώνας της ειρήνης
-
14 политика
политика ж η πολιτική· мирная \политика η πολιτική ειρήνης· агрессивная \политика η επιθετική (или επιδρομική) πολιτική· внешняя (внутренняя)*\политика η εξωτερική ( εσωτερική) πολιτική* * *жη πολιτικήми́рная поли́тика — η πολιτική ειρήνης
агресси́вная поли́тика — η επιθετική ( или επιδρομική) πολιτική
вне́шняя (вну́тренняя) поли́тика — η εξωτερική (εσωτερική) πολιτική
-
15 совет
I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης* * *I м( наставление) η συμβουλήдать сове́т — συμβουλεύω
сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές
II мпроси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή
1) ( орган государственной власти в СССР) το σοβιέτСове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων
2) ( совещательный орган) το συμβούλιοСове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο
Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
-
16 фонд
фонд м 1) (денежный) το κεφάλαιο; \фонд мира το ταμείο ειρήνης 2) (запас) το απόθεμα, το αποταμίευμα* * *м1) ( денежный) το κεφάλαιοфонд ми́ра — το ταμείο ειρήνης
2) ( запас) το απόθεμα, το αποταμίευμα -
17 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό. -
18 конгресс
конгресс м το συνέδριο, το κογκρέσο Всемирный конгресс сторонников мира το Παγκόσμιο συνέδριο οπαδών ειρήνης* * *мτο συνέδριο, το κογκρέσο -
19 лауреат
лауреат м о βραβευμένος· \лауреат Ленинской премии βραβείο Λένιν \лауреат Международной Ленинской премии «За укрепление мира между народами» το Διεθνές βραβείο Λένιν της ειρήνης" \лауреат Государственной премии Κρατικό βραβείο* * *мο βραβευμένοςлауреа́т Госуда́рственной пре́мии — Κρατικό βραβείο
-
20 сторона
сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης* * *ж1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά2) το μέρος, ο τόπος3) (край, бок) η πλευρά, η μεριάс пра́вой стороны́ — από τα δεξιά
в сто́рону — στην μπάντα
на той стороне́ — αντίπερα
в стороне́ — στο πλάι, παράμερα
4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνειαобра́тная сторона́ — η ανάποδη
лицева́я сторона́ — η καλή όψη
5) мн.сто́роны — οι αμφότεροι
••с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη
См. также в других словарях:
Εἰρήνης — Εἰρήνη peace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήνης — εἰρήνη peace fem gen sg (attic epic ionic) εἰρηνέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… … Dictionary of Greek
Αγίας Ειρήνης, μονή — Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στη Λυκόβρυση της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογιτών). Είναι γνωστό και με το όνομα Χρυσοβαλάντου. Ιδρύθηκε το 1930. 2. Γυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek