-
1 глаз
глаз м το μάτι, ο οφθαλμός ◇ невооружённым \глазом με γυμνό μάτι на \глазах (у ко го-л.) μπροστά στα μάτια (κάποιου) с \глазу на \глаз ιδιαί τερα бросаться в \глаза χτυπώ στα μάτια* * *мτο μάτι, ο οφθαλμός••на глаза́х (у кого́-л.) — μπροστά στα μάτια (κάποιου)
броса́ться в глаза́ — χτυπώ στα ματιά
-
2 глаз
το μάτι, ο οφθαλμός, το όμμαУценивать на - εκτιμώ με το -, εκτιμώ χονδρικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глаз
-
3 почка
I.бот. о οφθαλμός (του φυτού).II.анат. о νεφρός, το νεφρόблуждающая - η νεφροπτωσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почка
-
4 глаз
глазм τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. -
5 глазок
глаз||окм1. уменьш. τό ματάκι·2. (окошечко камеры) τό παραθυράκι, ὁ φεγγίτης·3. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι, τό μπουμπούκι· ◊ анютины глазки ὁ πανσές, Ιον τό τρίχρουν одним \глазокком μέ μιά ματιά· делать глазки κάνω τά γλυκά μάτια· на \глазок μέ τό μάτι. -
6 окно
окно́с τό παράθυρο[ν], τό παραθύρι:слуховое \окно ὑ φεγγίτης. ὀκο с поэт. уст. τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός· ◊ в мгновение ока разг ἐν ριπή ὁφθαλμού· хоть видит \окно, да зуб неймет по-гов. φᾶτε μάτια ψάρια καί κοιλιά περίδρο-μο· \окно за \окно, зуб за зуб ὁφθαλμών ἀντί ὀφθαλμοῦ, καί ὁδόντα ἀντί ὁδόντος, -
7 очко
очкос1. (в играх, спорте) ὁ πόντος, ὁ βαθμός·2. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι·3. (отверстие) ἡ τρύπα, ἡ ὀπή, τό μάτι / мор. ὁ κρίκος τής ἄγκυρας. -
8 eye
1. noun1) (the part of the body with which one sees: Open your eyes; She has blue eyes.) μάτι2) (anything like or suggesting an eye, eg the hole in a needle, the loop or ring into which a hook connects etc.) μάτι,οφθαλμός3) (a talent for noticing and judging a particular type of thing: She has an eye for detail/colour/beauty.) μάτι2. verb(to look at, observe: The boys were eyeing the girls at the dance; The thief eyed the policeman warily.) κοιτάζω- eyeball- eyebrow
- eye-catching
- eyelash
- eyelet
- eyelid
- eye-opener
- eye-piece
- eyeshadow
- eyesight
- eyesore
- eye-witness
- before/under one's very eyes
- be up to the eyes in
- close one's eyes to
- in the eyes of
- keep an eye on
- lay/set eyes on
- raise one's eyebrows
- see eye to eye
- with an eye to something
- with one's eyes open -
9 глаз
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.2. όραση•он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).
|| μτφ. επίβλεψη•у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.
3. μάτιασμα, μάτι.εκφρ.в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•-а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•- а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•- а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•в -а сказать ή назвать – κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•на -а показывается ή попадает(ся) – κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•между глаз – απαρατήρητα•закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•- а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•у страха -а велики – παρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. -
10 глазок
-зка, πλθ. глазки, -зок, -зкам κ. глазки, -ов а.1. ματάκι, οφθαλμίδιο.2. κηλίδα χρωματιστή σε έντομα, πτηνά κλπ.3. о1тп παρακολούθησης στις φυλακές.4. μάτι, οφθαλμός φυτού, πατάτας.εκφρ.анютины -и – ι’ον το τρίχρωμο, πανσές•на глазок – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•хоть одним -ом взглянуть, посмотреть – κ.τ.τ. να ρίξω έστω και μια ματιά, να ιδώ λιγάκι•строить ή делать -и – κάνω γλυκά μάτια, φλερτάρω. -
11 око
-а, πλθ. очи, очейουδ. παλ.μάτι, οφθαλμός.εκφρ.око за око – οφθαλμόν αντί οφθαλμού•в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού. -
12 очко
-а, γεν. πλθ. -ов ουδ.1. (αθλτ., παιγνίδια) πόντος, βαθμός. || σημάδια μονάδων στα ζάρια, στιγμή.2. είδος χαρτοπαίγνιου.3. οπή, τρύπα•очко улья οπή της κυψέλης.
|| βρόχος, το μάτι του διχτιού.4. μάτι, οφθαλμός φυτών.εκφρ.дать десять -бв вперд- – ξεπερνώ κατά πολύ. -
13 почка
-
14 тигровый
επ., της τίγρης•-ая шкура δέρμα τίγρης.
|| τιγροειδής.εκφρ.тигровый глаз – τιγρι-όφθαλμος, χαλαζίας ο σαπφειροειδής•-ое одеяло; тигровый плед – παλ. κουβέρτα ριγωτή. -
15 Bud
subs.Ar. and V. κάλυξ. ἡ, Ar. φῖτυ, τό, P. ὀφθαλμός, ὁ (Xen.).Nip in the bud: see Nip.——————v. intrans.P. and V. ἀνθεῖν, βλαστάνειν (Dem. 1251, and Thuc. 3, 26, but rare P.), P. ἐκβλαστάνειν (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bud
-
16 Comfort
v. trans.Cheer, encourage: P. and V. θαρσύνειν, θρασύνειν, παρακαλεῖν, P. παραθαρσύνειν, ἐπιρρωνύναι, Ar. and P. παραμυθεῖσθαι.——————subs.Hope: P. and V. ἐλπίς, ἡ.Easy circumstances: P. and V. εὐμάρεια, ἡ, P. εὐπάθεια, ἡ.Go in for greator comfort: P. εἰς τὸ τρυφερώτερον μεθίστασθαι (Thuc. 1, 6).This one child was the last remaining comfort of my life: εἰς παῖς ὅδʼ ἦν μοι λοιπὸς ὀφθαλμὸς βίου (Eur. And. 406).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Comfort
-
17 Countenance
subs.Favour, support: P. and V. εὔνοια, ἡ.——————v. trans.Approve of, praise: P. and V. ἐπαινεῖν (acc.).A Aquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).Favour, support: P. and V. εὐνοεῖν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Countenance
-
18 Eye
subs.P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.), ὄψις, ἡ, Ar. and V. κόρη, ἡ, also use αὐγή, ἡ, κύκλος, ὁ, βλέφαρα, τά, δέργματα, τά, φῶς, τό (Eur., Cycl. 633); also in V. are found a dat. pl., ὄσσοις, and gen. pl., ὄσσων; see also Look.Black eye: P. and V. ὑπώπιον, τό (Eur., Frag., Satyrical poem; also Ar.).Having a black eye: Ar. ὑπωπιασμένος.Give a black eye: P. τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλῄειν (Dem. 1259).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eye
-
19 Face
subs.Face of a wall, etc.: P. μέτωπον, τό.The front of anything: use P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.Of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).Face to face: use adj., P. and V. ἐναντίος, V. ἀντίος (Plat., Tim. 43E, but rare P.), ἀντήρης; adv., P. and V. ἐναντίον, V. κατὰ στόμα (also Xen.).When brought face to face with the crisis: V. καταστὰς εἰς ἀγῶνʼ ἐναντίον (Eur., frag.).Lurking in secret or engaging him face to face: V. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατʼ ὄμμʼ ἐλθὼν μάχῃ (Eur., And. 1064).To one's face: P. κατʼ ὀφθαλμούς (Xen.), V. κατʼ ὄμμα, κατʼ ὄμματα (Eur., Or. 288), P. and V. ἐναντίον.In face of, in consideration of, prep.: P. and V. πρός (acc.).They stood shaking their spears in the face of the foe: V. ἔστησαν ἀντιπρῷρα σείοντες βέλη (Eur., El. 846).On one's face, face forward: V. πρηνής.Look in the face: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), V. ἐναντίον βλέπειν (acc.), προσβλέπειν ἐναντίον (acc.), ἀντιδέρκεσθαι (acc.), Ar. βλέπειν ἐναντία (Eq. 1239) (absol.).Do you then lift up your voice and dare to look these men in the face? P. εἶτα σὺ φθέγγει καὶ βλέπειν εἰς τουτωνὶ πρόσωπα τολμᾷς; (Dem. 320).What face can I show to my father? V. ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; (Soph., Aj. 462).Have the face to (with infin.): P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), P. ἀποτολμᾶν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν).——————v. trans.Endure: P. and V. ὑπέχειν, ὑφίστασθαι, αἴρεσθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, ἐγκαρτερεῖν; see Endure.Have no fear of: P. and V. θαρσεῖν (acc.).Dare: P. and V. τολμᾶν (Eur., H.F. 307).Be opposite: P. ἐξ ἐναντίας καθίστασθαι (Thuc. 4, 33).Look towards ( of situation): P. ὁρᾶν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.) (Xen.).Face south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. of τρέπειν) (Thuc. 2, 15).Face round: P. and V. μεταστρέφεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Face
-
20 Gaze
v. intrans.P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ἀποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid.) (rare P.), προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. and V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.Gaze at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ἀποβλέπειν εἰς (acc.) or πρός (acc.), ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.) (Plat., Rep. 336D), P. ἐπιβλέπειν πρός (acc.) or ἐπί (acc.).——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaze
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀφθαλμός — eye masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)