-
41 φρᾱτρι-άρχης
φρᾱτρι-άρχης, ὁ, = Folgdm (?).
-
42 φαλαγγ-άρχης
φαλαγγ-άρχης, ὁ, Anführer der Phalanx, Sp.
-
43 χωρ-άρχης
χωρ-άρχης, ὁ, Herr des Landes, B. A. 316.
-
44 χῑλι-άρχης
χῑλι-άρχης, ὁ, Her. 7, 81, auch χῑλίαρχος, Aesch. Pers. 296, Xen. Cyr. 2, 1,22, öfter, der Anführer od. Befehlshaber von tausend Mann. – Bei den Persern u. später bei den Macedoniern war der Chiliarch eine hohe Staatsperson, der Erste nach dem Könige, der diesem Alles vorzutragen hatte, also eine Art Staatskanzler, Ael. V. H. 1, 21 D. Sic. 18, 48.
-
45 Βοιωτ-άρχης
Βοιωτ-άρχης, ὁ, Böotarch, eine der höchsten obrigkeitlichen Personen in Theben, Her. 9, 15 Thuc. 4, 91 u. Sp.
-
46 ξυστ-άρχης
ξυστ-άρχης, ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.
-
47 μυσ-άρχης
μυσ-άρχης, ὁ, Urheber der Schandthat, LXX.
-
48 γυμνασι-άρχης
γυμνασι-άρχης, ὁ, = folgdm, in einem Gesetz, Aesch. 1, 12 ( τοῖς Ἑρμαίοις), u. Sp.
-
49 κωμ-άρχης
κωμ-άρχης, ὁ, Vorsteher eines Dorfes, Dorfschulze; Xen. An. 4, 5, 24; D. Hal. 4, 14.
-
50 κερατ-άρχης
κερατ-άρχης, ὁ, Aufseher über 32 Elephanten, Ael. Tact. 22.
-
51 κειμηλι-άρχης
κειμηλι-άρχης, ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.
-
52 γενεσι-άρχης
γενεσι-άρχης, ὁ, = γενάρχης, Sp.
-
53 γενε-άρχης
γενε-άρχης, ὁ, = γενάρχης, Apollod. 2, 1, 4.
-
54 γεν-άρχης
-
55 κοινο-βι-άρχης
κοινο-βι-άρχης, ὁ, Vorsteher eines Klosters, K. S.
-
56 κολοι-άρχης
κολοι-άρχης, ὁ, od. nach den besseren mss. κολοίαρχος, Anführer der Dohlen, Ar. Av. 1212.
-
57 κλῑν-άρχης
κλῑν-άρχης, ὁ, der die Aufsicht über die Tischlager führt u. die Anordnung der Sitze zu treffen hat, Philo.
-
58 εἰρην-άρχης
εἰρην-άρχης, ὁ, Friedensrichter, unter den späteren Kaisern ein Beamter.
-
59 εἰκαδ-άρχης
εἰκαδ-άρχης, ὁ, Anführer von 20 Mann, Hesych.
-
60 εἰλ-άρχης
См. также в других словарях:
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀρχῆς — ἀρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχῃς — ἄρχω to be first pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] … Dictionary of Greek
θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… … Dictionary of Greek