-
1 εντρεχω
(aor. 2 ἐνέδραμον)1) (в чём-л.) свободно двигаться(γυῖα ἐντρέχει, sc. ἐν ἔντεσι Hom.)
2) вбегать, прибегать(ἐξ ὕλης πόντῳ Anth.)
3) досл. находить доступ, перен. привязываться(τῶν ἀρετῶν Luc.)
См. также в других словарях:
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek