-
1 επικρινω
1) судить, решать, определять, устанавливать(τι Plat., Plut. и τι περί τινος Dem.)
τὸ ἐπικρῖνον Arst. — способность суждения;ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν NT. — он решил, чтобы свершилось согласно их требованию;ἐπικρίνων ἔφη Plut. — рассудив, он сказал2) избирать, выбирать(ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον Diod.)
См. также в других словарях:
επικρίνω — (AM ἐπικρίνω) νεοελλ. αποδοκιμάζω, κατηγορώ αρχ. μσν. ξεχωρίζω, εκλέγω («ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα 2. (για δικαστική απόφαση)… … Dictionary of Greek