-
1 ἁλόθεν
-
2 ἁλόθεν
-
3 ἀργεστής
ἀργεστής (so, nicht ἀργέστης zu accentuiren, s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 306), der weiße, Hom. zweimal, als Beiwort des Notos, Iliad. 11, 306 ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ ἀργεστᾶο Νότοιο u. 21, 334 Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο Νότοιο ἐξ ἁλόϑεν ὄρσουσα ϑύελλαν; nach Aristarch ist der ἀργεστὴς Νότος der sogenannte Λευκόνοτος, Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 306 πρὸς τὸ σημαινόμενον, ὅτι τὰ συνιστάμενα ὑπὸ τοῠ Λευκονότου νέφη ὁ Ζέφυρος διατινάσσει. ders. 21, 334 ἀργεστᾶο Νότοιο: τοῠ λεγομένου Λευκονότου; vgl. Apollon. Lex. 42, 26. Bei Hes. Th. 379. 870 heißt so der Zephyrus. Bei Arist. Meteor. 2, 6 ( ἀπὸ δυσμῆς ϑερινῆς), Theophr. u. Sp. ein eigener Nordwestwind. So Leon. Al. 15 (IX, 42).
См. также в других словарях:
αλόθεν — ἁλόθεν επίρρ. (Α) από τη θάλασσα, από το μέρος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επιρρ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
ἁλόθεν — from the sea indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek