-
1 ἀρχαίων
[из] древнихΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχαίων
-
2 αφιδρυμα
- ατος τό точное воспроизведение, копия, модель(τὰ ἀφιδρύματα τῶν Διοσκούρων Plut. и τῶν ἀρχαίων βωμῶν Diod.)
-
3 ρειθρον
эп.-ион. ῥέεθρον τό тж. pl.1) течение, поток, струя(ποταμοῖο ῥέεθρα Hom.; ῥ. Στρυμόνος Aesch.)
παρθενόσφαγα ῥεῖθρα Aesch. — потоки крови заколотой девы (Ифигении)2) речка, ручей Polyb.3) русло(ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων, sc. ὅ ποταμός Her.)
См. также в других словарях:
ἀρχαίων — ἀρχαί̱ων , ἀρχαῖος from the beginning fem gen pl ἀρχαί̱ων , ἀρχαῖος from the beginning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης) — Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12 14 (περιοχή… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek