-
1 ἐξωθέω
A thrust out, force out,ἐκ δ' ὦσε γλήνην Il.14.494
, cf. 17.618; even by pulling, wrench out, ; displace, Hp.Art.46 ([voice] Pass.); expel, eject, banish, ; πάτρας ib. 1330; put away a wife, PSI1.41.16 (iv A. D.); thrust back,τοὺς δίκῃ νικῶντας S.Aj. 1248
; drive, ;πλοῖον εἰς αἰγιαλόν Act.Ap.27.39
, cf. Jul.Or.2.60c;τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν Plu.Nic.12
;ἐ. εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης Arr.An.1.15.4
;ἐ. νόμον Plu.Comp.Ag.
Gracch.5:—[voice] Pass.,ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.13
, cf. 5.124;μάχῃ Id.6.83
;πατρίδος ἐξωθούμενος S.OC 428
; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν shall be debarred from.., D.24.61.2 ἐ. γλώσσας ὀδύναν put forth painful words, break forth into cruel words, S.Ph. 1142 (lyr.).II drive out of the sea, drive on shore,τὰς ἄλλας [ναῦς] ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν Th. 2.90
, cf. 8.104;ἐς τὴν γῆν Id.7.52
:—[voice] Pass.,πνεύμασιν ἐξωσθέντες E. Cyc. 279
(cf.ἐξώστης 11
): metaph.,ἐξωσθῆναι τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα Th.6.34
. (Late inf.ἐξεοῦν Just.Nov.59.4
Intr., [tense] pres. ind. [voice] Pass.ἐξεοῦται Cod.Just.1.2.24.6
, formed fr. ἐξέωσα.)
См. также в других словарях:
εξωθώ — (AM ἐξωθῶ, έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα έξω, διώχνω βίαια 2. ωθώ κάποιον σε κάποια πράξη, παρακινώ («τόν εξώθησε στο έγκλημα») αρχ. μσν. εξορίζω, εκτοπίζω μσν. 1. αποτάσσω, καθαιρώ 2. παραμελώ αρχ. 1. (για γιατρό) τραβώ προς τα έξω 2. μετατοπίζω 3.… … Dictionary of Greek