-
1 εξειργω
I1) изгонять(τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.)
2) закрывать доступ, не допускать(τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.)
χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. — лишать кого-л. удобного случая (действовать);ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. — быть лишенным права выступать (на собраниях)3) запрещать, мешать(τῶνδ΄ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.)
ὅταν μέ ἥ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. — если не препятствует время годаIIион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным(ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.)
-
2 εξεργω
См. также в других словарях:
εξείργω — βλ. εξέργω … Dictionary of Greek
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱԼԱԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0376 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. ἑξείργω excludo, extermino Արտաքսել հալածելով. արտահալածել. ʼի դուրս հանել. ʼի բաց վարել. տարագրել. *Զառաջնորդս սոցա արտալածել ʼի գաւառէն: Արտալածեն եւ զսա ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)